Η απόφαση

‘’...Bλέποντες τόν εαυτόν μας, τό στράτευμα καί τούς πολίτας, εν γένει μικρούς καί μεγάλους παρ ελπίδα εστερημένους από όλα τά κατεπείγοντα αναγκαία τής ζωής πρό 40 ημέρας καί ότι επληρώσαμεν τά χρέη μας ως πιστοί στρατιώται τής πατρίδος εις στενήν πολιορκίαν ταύτην καί ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τούς δρόμους όλοι.. Θεωρούντες εκ τού άλλου ότι μάς εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας καί προμηθείας τόσον από τήν θάλασσαν καθώς καί από τήν ξηράν, ώστε νά δυνηθώμεν νά βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί τού εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: H έξοδος μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Aπριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Bαϊων, κατά τό εξής σχέδιον, ή ελθη ή δέν έλθη βοήθεια...

Eν Mισολογγίω 10 Aπριλίου 1826.‘’

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Παλιά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (Γνωστά στις Δυτ. Επαρχίες)




Αρχιμηνιά κι' αρχιχρονιά κι' αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώνεται τ' Αγίου Βασιλείου
να τον καλησπερίσομεν αυτό το νιόν αφέντη
πέντε φορές αφέντεψε και πάλι αφέντης είναι
πέντε κρατούν το μαύρο του εννιά το χαλινάρι.
και δέκα τον παρακρατούν αφέντοι καβαλάροι
καβαλικεύει χαίρεται πεζεύνει καμαρώνει
κι' όπου πατήσει ο μαύρος του πηγάδια θεμελιώνει
πηγάδια πετροπήγαδα κι' αυλές μαρμαρωμένες
μέσα σε κείνες τις αυλές τις μαρμαροστρωμένες
σύρμα και σύρμα το λουρί και σύρμα το λογάδι
κι' είς τον άφρον του λογαδιού κοιμάται ο νιός αφέντης
αν τον ξυπνήσω με νερό φοβούμαι μην κρυώσει
κι' αν τον ξυπνήσω με κρασί φοβούμαι μην μεθύσει
φέρετε μήλα δώδεκα, κυδώνια δέκα πέντε
κι' ένα κλαδί βασιλικό ίσως και τον ξυπνήσω.
Είπαμε δα τ' αφέντη μας να πούμε τσή κεράς μας
κερά ψιλή κερά λιγνή κερά καμαροφρύδα
κερά μ' όντέ θα στολιστείς να βάλεις τα καλά οου
τα μάρμαρα ραίζουνε από την ομορφιά σου
κερά μ' οντέ θα στολιστείς να πας στην εκκλλησία
βάζεις τση βάγιες απο μπρός τση βάγιες από πίσω
και του κοράκου το φτερό να μην σου δώσει ήλιος.
κερά την θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει
μ' αν είναι και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύει
γυρεύει μύλους δώδεκα και με τσή μυλωνάδες
γυρεύει αμπέλι ατρύγητα και με τσή τρυγητάδες
γυρεύει ελιές αμάζοχτες και με τσή μαζοχτάδες
γυρεύει και τον ουρανό τ' αστρη και το φεγγάρι
γυρεύει και τη θάλασσα μ' όλα της τα καράβια
γυρεύει και τον κυρ βοριά για να τα τιμονάρει.
Είπαμε δα και τσή κεράς να πούμε και τσή βάγιας
'Αψε βαγίτσα το κερί άψε και το λιχνάρι
να μπαινοβγείς στην κάμαρα να δεις τί θα μας βγάλεις
Γι' απάκια για λουκάνικα γι' αυγά καθαρισμένα
γι' άπο την μαύρην όρνιθα κανένα αυγουλάκι
κι' αν τά κανε κι' ή γαλανή να γίνουν ζευγαράκι
γι' από τον γέρο πίθαρο καμιά σταλιά λαδάκι
γι' από τον γέρο βάρελο καμιά σταλιά κρασάκι
γι' από το σακουλάκι σας κανένα δεκαράκι
Αν είναι με το θέλημα χρυσή μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα


(Ύστερ' άπο το φιλοδώρημα)

Έπα πού καλαντήσαμε καλά μας επληρώσαν καλά να είν' τα έτη τους και τα ποδόματά τους κι' αν έχουν θηλυκό παιδί καλή μοίρα    να λάβει του Βασιλέα τον υιόν άνδρα να τόνε πάρει Πάλι κι' αν είν' αρσενικό στη σέλα  καβαλάρης   να   σιέται να λυγίζεται να πέφτει  το  λογάδι , να  το  μαζεύουν   άρχοντες  να  κάνουν  δακτυλίδια  και τα μικρά αρχοντόπουλα μικρά παραμισίδια.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

ΠΗΓΕΣ ΕΙΣ ΤΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΝΘΙΣΑΝ ΟΙ ΛΟΓΓΟΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ








88  Πγες ες τ Μεσολόγγι τν μέρα το Χριστο,
μέρα πο νθισαν ο λόγγοι γι τ τέκνο το Θεο.

89  Σο 'λθε μπρς λαμποκοπώντας Θρησκεία μ' να σταυρό,
κα τ δάκτυλο κινώντας πο νε τν ορανό,

90  «σ' ατό», φώναξε, «τ χμα στάσου λόρθη, λευθεριά!».
Κα φιλώντας σου τ στόμα μπαίνει μς στν κκλησιά.

91  Ες τν τράπεζα σιμώνει, κα τ σύγνεφο τ χν
γύρω γύρω τς πυκνώνει πο σκορπάει τ θυμιατό.

92 γρικάει τν ψαλμωδία πο δίδαξεν ατή·
βλέπει τ φωταγωγία στος γίους μπρς χυτή.

93  Ποιο εν' ατο πο πλησιάζουν μ πολλ ποδοβολή,
κι άρματ', ρματα ταράζουν; πετάχτηκες σύ!

94  , τ φς πο σ στολίζει, σν λίου φεγγοβολ,
κα μακρίθεν σπινθηρίζει, δν εναι, χι, π τ γ.

95  Λάμψιν χει λη φλογώδη χελος, μέτωπο, φθαλμός·
φς τ χέρι, φς τ πόδι, κι λα γύρω σου εναι φς.

96  Τ σπαθί σου ντισηκώνεις, τρία πατήματα πατς,
σν τν πύργο μεγαλώνεις, κι ες τ τέταρτο κτυπς.

97  Μ φων πο καταπείθει προχωρώντας μιλες:
«Σήμερ', πιστοι, γεννήθη, ναί, το κόσμου Λυτρωτής.

98  Ατς λέγει, φοκρασθετε «γ εμ' λφα, μέγα γώ·
πέστε, πο θ' ποκρυφθετεσες λοι, ν ργισθ;

99  Φλόγα κοίμητήν σας βρέχω,πού, μ' ατν ν συγκριθ
κείνη κάτω πο σας χω,σν δροσι θέλει βρεθε.


Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός απευθυνόμενος στην Ελευθερία σε β' ενικό πρόσωπο αναφέρεται στα γεγονότα της 1ης πολιορκίας του Μεσολογγίου. -  '' Ύμνος εις την Ελευθερίαν '' (Απόσπασμα)

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

ΕΡΙΧΝΑΝ ΝΤΟΥΦΕΚΙΕΣ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ & ΑΝΤΙΛΑΛΟΥΣΑΝ ΟΙ ΠΛΑΓΙΕΣ ΤΟΥ ΖΥΓΟΥ






ΜΑΙΟΣ 1976, ΕΤΟΣ Α’ ΤΕΥΧΟΣ ΔΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΜΟΡΦΩΤΙΚΟΥ ΨΥΧΑΓΟΓΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ  ‘’ ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ’’ - ΕΥΗΝΟΧΩΡΙ – ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ   ΣΕΛ. 7 & 8 

‘’ Όπως αναφέραμε το έθιμο των αρματωμένων είναι πολύ παλιό γινόταν σχεδόν όπως τώρα με μικρές αλλαγές. Στα παλιά χρόνια οι αρματωμένοι κρατούσαν γκράδες και έρριχναν ντουφεκιές στον αέρα στο τέλος δε της λειτουργίας ανήμερα τ’ Αη Γιαννιού όλοι σε παράταξη έρριχναν ομοβροντίες στον αέρα και αντιλαλούσαν οι πλαγιές του ζυγού έλεγαν δε ότι έφτιαχναν ειδικά φυσίγγια για να κάνουν πολύ κρότο.

Όσοι σήμερα(εν έτει 1976) είναι ηλικιωμένοι θυμούνται τους:

Μήτσο Μπελέκο, Χρύσανθο Δασκαλάκη, Πάνο Ευθυμίου, Χρήστο Κωσταντακόπουλο, Νώντα Νασόπουλο, Κώστα Νασόπουλο, Σπύρο Μπεμπέλη, Πάνο Μπεμπέλη  

και στην δεκαετία του 1930 – 1940 προστέθηκαν και άλλοι κάπως πιο νεώτεροι τότε,
Γιάννος Νασόπουλος, Κώστας Μπελέκος, Νάσος Ευθυμίου, Ανδρέας Μπεμπέλης και άλλοι.

Ένας που ξεχώριζε όπως λένε όσοι θυμούνται ήταν και ο Γιάννης Βας. Κωνσταντακόπουλος που πέθανε νεώτατος, ήταν ο καλύτερος χορευτής και γλεντζές. Μετά τον πόλεμο(1940) συνέχισαν πολλοί παλιοί αρματωμένοι και άλλοι καινούργοι, ένας δε ιδιόρυθμος τύπος ήταν και ο Μήτσος Αναγνόπουλος(Χαλκιάς) που έκανε ξεχωριστές φιγούρες.

Αξέχαστος επίσης έμεινε και ο Γιάννης Ευθυμίου ήταν από τους πιο λεβέντες αρματωμένους που σκοτώθηκε σε ατύχημα. Για τον αδόκητο θάνατο του Γιάννη Ευθυμίου δεν πήγαν αρματωμένοι την επόμενη όπως και την μεθ΄ επόμενη  η παρέα; διαλύθηκε.

Το 1959 ο αείμνηστος Ανδρέας Μπεμπέλης παλιός αρματωμένος έκανε (νέα) παρέα με νέους και το πανηγύρι ξαναξεκινά...''

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

''Έτσι εόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822''





Στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη, οι πασάδες όλοι μαζεμένοι συζητούσαν. Ήταν ν' αποφασιστεί, πριν ξημερώσει, αν εσήμανε ή όχι η ώρα να πάρουν το Μεσολόγγι. Η νύχτα ήταν σκοτεινή, το κρύο δυνατό, η ώρα περασμένη. Μα ειδήσεις είχαν φθάσει και ο Ομέρ είχε συγκαλέσει τους αρχηγούς, ανυπόμονος να τους ανακοινώσει τα μαντάτα και να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση τους.Ένδεκα χιλιάδες στρατός περιέζωνε για δύο ολόκληρους μήνες το χωριό, που ήταν τότε το ερημωμένο Μεσολόγγι, και δυο δοξασμένοι στρατηγοί, ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης, αμιλλούνταν ποιος να το πρωτοπάρει. Τα οχυρώματα ήταν χωματένια, μισογκρεμισμένα κι ελεεινά. Μέσα - που να το ήξεραν τότε οι Τούρκοι! - τριακόσια εξήντα παλικάρια όλα-όλα, διαφέντευαν την ημέρα και ξανάχτιζαν τη νύχτα τις χαλάστρες που άνοιγαν στον τοίχο τα τούρκικα κανόνια.

Από καιρό επέμεινε ο Κιουταχής πως μόνο με το σπαθί και τη φωτιά θα βάλουν γνώση στους Γκιαούρηδες και θα φέρουν σε λογαριασμό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Μάρκο Μπότσαρη, που πεισμάτωναν στην τρέλα τους ή να ελευθερώσουν τη χώρα ή να ταφούν μες στα ερείπια στης. Μα ο Ομέρ Βρυώνης, που μελετούσε την κατάκτηση του Μωριά και που ήθελε το Μεσολόγγι στρατιωτική του βάση, επέμενε να το πάρει με το καλό.  Και λόγια βαριά ανταλλάχθηκαν μεταξύ στους δυο στρατηγούς. Γιατί τους είχαν παίξει οι Γκιαούρηδες, και πολύτιμος καιρός πήγε χαμένος σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις· ώσπου, ένα πρωί, ξαφνισμένοι είδαν οι πασάδες τον υπερήφανο στόλο του Ισούφη να σκορπά και να χάνεται μπρος σε επτά Υδρέικα καραβάκια, που με απλωμένα τα πανιά μπήκαν στη λιμνοθάλασσα και προκλητικά άραξαν στο Μεσολόγγι. και όταν συνήλθαν από τη σάστισή τους οι πασάδες, και παραπονέθηκαν και αγρίεψαν και πρόσταξαν την πόλη να παραδοθεί, τους αποκρίθηκε αυθάδικα ο Μάρκος Μπότσαρης:

 - Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε.

Άφριζε ο Κιουταχής, γιατί είχε μπει πια μέσα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με επτακόσιους Μανιάτες, μαζί και ο Ζαΐμης, μαζί και ο Δεληγιάννης. Έβριζε και φώναζε ο οργισμένος πασάς, πως ξεφόρτωσαν πια τα Υδρέικα καράβια όπλα και πολεμοφόδια, και πως ποτέ πια δε θα παραδοθεί το Μεσολόγγι, αν δε χαθούν πρώτα πολλοί πιστοί και αν δεν πνιγούν οι Γκιαούρηδες στο αίμα.Λόγια πικρά είχε ξεστομίσει ο Κιουταχής, και βαριά το έφερε ο Ομέρ Βρυώνης, τάχα πως αυτός είχε ταπεινώσει το γένος των πιστών, από πονοψυχιά για μια φούχτα σκύλους άπιστους. και το έφερε βαριά, γιατί, μες στα τραχιά λόγια του Κιουταχή, διέβλεπε την άλλη κατηγορία, που δόλια την κρυφομετάλεγαν φθονεροί αντίζηλοι του, τάχα πως γκιαούρικο αίμα έτρεχε και στις δικές του φλέβες, και γι' αυτό λιποψυχούσε κάθε φορά που είχε να το χύσει σφάζοντας Χριστιανούς.

Είχε περάσει νύχτες άυπνες, ξαπλωμένος στη σκηνή του ο αγέρωχος Αρβανίτης, γιατί το έβλεπε και αυτός πως η κατάσταση άρχιζε να γίνεται κρίσιμη στο τούρκικο στρατόπεδο. Μετά την καταστροφή της Πέτας, σαν του έστειλαν οι Ρωμιοί τον Βαρνακιώτη για συνεννόηση, το νόμισε μεγάλο θρίαμβο που τον κατάφερε να προσκυνήσει και να προδώσει εκείνους που τον έστειλαν· και όμως, από τότε, πολλοί οπλαρχηγοί ξανάπιασαν τα βουνά κι έκοβαν τις συγκοινωνίες και όπλιζαν τους πληθυσμούς κι έφερναν χίλιες δυσκολίες στους πιστούς· και το κρύο είχε πιάσει, οι βροχές είχαν πλημμυρίσει το στρατόπεδο, το ψωμί σπάνιζε και οι στρατιώτες άρχισαν να γρινιά-ζουν. Και ύστερα από δύο ολόκληρους μήνες, ούτε κατά μια σπιθαμή δεν είχε προχωρήσει η επιχείρηση του υπερήφανου πασά.Μα επιτέλους, τώρα είχαν φθάσει οι ειδήσεις που με τόση αγωνία τις περίμενε! Η τύχη είχε γυρίσει, ο Αλλάχ ήταν μαζί του. Τώρα ήλθε η ώρα να διαψεύσει το θρύλο της χριστιανικής του καταγωγής. Αύριο θα πνίξει το Μεσολόγγι στο αίμα.

Ξημέρωνε παραμονή των Χριστουγέννων.Πλάγι στη σκηνή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια και χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τους πασάδες, σ' ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα στις αποσκευές του στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες. Οι ταπεινώσεις είχαν γύρει τις λιγνές του πλάτες, και βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στα φρύδια και γύρω στο κλειστό του στόμα. Σκυμμένος πάνω σ' ένα μαγκάλι, φαίνουνταν παραδομένος στη δουλειά του, τα μάτια καρφωμένα στο μπακιρένιο μπρικάκι.Ο Ομέρ χτύπησε τα χέρια του.

-Γιάννη, φώναξε, φέρε καφέδες.

Και στο γραμματικό, που παράμερα στέκουνταν και περίμενε, έδειξε το τραπέζι και πρόσταξε: - Εσύ, κάθισε αυτού και γράφε. Ο Γιάννης έχυσε με προσοχή τον καφέ σε τέσσερα-πέντε ζάρφια, και τα έφερε με το δίσκο μέσα στη σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης, περπατώντας απάνω-κάτω, υπαγόρευε ένα γράμμα προς τον Βαρνακιώτη:

«Μάθε», έλεγε, «πως αύριο θα γευματίσω στο Μεσολόγγι».

- Αύριο, είπε μέσα του ο Γιάννης, δε θα γευματίσεις στο Μεσολόγγι - πρώτα ο Θεός...

Μα το πρόσωπο του δεν άλλαξε, ούτε φαίνουνταν να προσέχει εκείνα που έλεγαν γύρω του. Ένα-ένα, με αργές κινήσεις, ακούμπησε τα ζάρφια με τον καυτό καφέ εμπρός σε κάθε πασά, προσέχοντας μη χυθεί ούτε κόμπος από το μυρωδάτο ποτό.

-Φέρε και άλλους, πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνοντας μ' ένα νόημα των μαύρων φρυδιών του πως τα ζάρφια ήταν λιγότερα από τους πασάδες.

Και χωρίς να σταθεί, με τα χέρια πίσω στη ράχη και τα μάτια χάμω, εξακολούθησε να υπαγορεύει τις τελευταίες του διαταγές στον Βαρνακιώτη:

«Κοίταξε να μάθεις πού πάγει ο στρατός που φεύγει για την Ακαρνανία, και βάσταξε τους αρματωλούς που έχουν προσκυνήσει, ώσπου να μάθεις πως πήρα το Μεσολόγγι. Είσαι υπεύθυνος για το Βραχώρι».

Απότομα στάθηκε εμπρός στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, που, αργοκουνώντας το κεφάλι, κάτι σιγομουρμούριζε του Ισμαήλ Πλιάσα.

- Φοβάσαι; τον ρώτησε περιφρονητικά. Οι δυο πασάδες σώπασαν.

Έριξε ο Αλβανός μια πλαγινή ματιά του Κιουταχή, που σιωπηλά και ακατάδεχτα παρακολουθούσε τα κρυφομιλήματα των δυο Ισμαήλιδων, και με οργή, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι, φώναξε:

- Ή αύριο ή ποτέ.

Και γυρνώντας στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε και είπε:

- Μη φοβάσαι, πασά μου, τώρα πια ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μας έρχονται δεξιά!

Με το κεφάλι, χαμογελώντας, τον εγκαρδίωνε ο Άγος Βαστάρας.

-Πε τους, πε τους, πασά μου, τα μαντάτα.

Και τους τα είπε ο Ομέρ Βρυώνης.

Έφευγε, λέει, στρατός από μέσα από το Μεσολόγγι για τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε να σφάξει τους πληθυσμούς, ίσως και να αρπάξει το Βραχώρι που το φύλαγε ο Βαρνακιώτης, και να συλλάβουν τον Βαρνακιώτη ή να τον πείσουν να γυρίσει μαζί τους.
Κρυμμένος μες στα βούρλα είχε δει κάποιος άνθρωπος του τις ετοιμασίες στα Ελληνικά καράβια· 500 άντρες της φρουράς ετοιμάζουνταν να φύγουν με τρεις από τους αρχηγούς. Θα έφευγαν αύριο βράδυ, παραμονή των Χριστουγέννων. Τα ξημερώματα της μεγάλης τους εορτής, οι Γκιαούρηδες θα μαζεύουνταν όλοι στις εκκλησίες τους, για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα... Ο Κιουταχής τον διέκοψε μ' ένα νόημα κατά τον Γιάννη, που στο πλαγινό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμπρός στο μαγκάλι, ανακάτωνε τον καφέ στο μπρίκι.

-Αυτός; έκανε ο Βρυώνης χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή.
Και μ' ένα αρνητικό σήκωμα του κεφαλιού πρόσθεσε:

-Μπα, δε μιλάει αυτός!

-Μα είναι Γκιαούρης! ψιθύρισε ο άλλος.

Ο Ομέρ χαμογέλασε.

-Δε μιλάει αυτός, είναι άνθρωπος μου, είπε με τρόπο που ν' ακούσει ο Γιάννης. Έπειτα, έχω τη γυναίκα του και τα παιδιά του στα χέρια μου. Το ξέρει πως αν ακουστεί τίποτα απ' όσα λέμε... 

- με το χέρι έκοψε τον αέρα: Έννοια σου!... Δε μιλάει αυτός.

Κάθισε στο ντιβάνι, αντίκρυ στο δούλο του, κι εξακολούθησε τις εξηγήσεις του.Το ανατολικό μέρος της χώρας είναι το πιο αδύνατο· από κει θα γίνει το γιουρούσι, όταν σημάνει το σήμαντρο που θα καλεί τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. Συνάμα όμως θα γίνει μια ψευτοπροσβολή από άλλο μέρος του οχυρώματος, έτσι που κι αν μείνουν μερικοί φρουροί στους τοίχους, θα τρέξουν εκεί και θ' αφήσουν αφύλαχτο το ανατολικό μέρος... Ο Γιάννης με τα μάτια καρφωμένα στο μπρικάκι του, άκουε κάθε λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στον καφέ που φούσκωνε, κανένα νεύρο του προσώπου του δεν κούνησε. Και όμως στην καρδιά του ήταν χαλασμός.

Τη γυναίκα του, τα παιδιά του τα είχε ξεχάσει· του τα θύμισε τώρα ο πασάς. Ναι, ήταν στην Άρτα, αιχμαλωτισμένοι σαν κι αυτόν, όμηροι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη. Και του ήταν γραφτό ν' ακούσει όλες τις ετοιμασίες και ν' αφήσει την καταστροφή να συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα του και τα παιδιά του...Σιγανά έχυσε τον καφέ στα ζάρφια, προσέχοντας μη σκορπιστεί το καϊμάκι' την αγαπούσε πολύ την όμορφη γυναίκα του, τα τρελαίνουνταν τα παιδιά του. Για να μη κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσον καιρό τον Τούρκο, και τον δούλευε πιστά. Το ήξερε πως θα πλήρωναν με το κεφάλι τους κάθε του πληροφορία· ώστε έπρεπε να καθίσει ήσυχος, να βουλώσει το στόμα του, ν' αφήσει το μοιραίο να συντελεστεί.


Μοίρασε πάλι τους καφέδες και πήρε τ' αδειανά ζάρφια. Μα και οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρίαση είχε τελειώσει. Όλοι ήταν πια σύμφωνοι, η επίθεση θα γίνουνταν τα Χριστούγεννα, την ώρα της λειτουργίας των Γκιαούρηδων. Ένας-ένας χαιρέτησαν το στρατηγό και αποτραβήχθηκαν να ξαναπάν να κοιμηθούν, ώσπου να έλθει η ώρα της ετοιμασίας. Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στη σαμουρένια κάπα του και ξαπλώθηκε στο σοφά.

- Όχι, είπε του Γιάννη, που ρωτούσε αν θα γδυθεί. Δεν έχω καιρό σήμερα για πούπουλα· κλείσε τον μπερντέ και πήγαινε· δε σε θέλω πια.

Έσβησε τα κεριά ο Γιάννης, κατέβασε το κρεμαστό χαλί που χώριζε τη σκηνή του αφέντη από το διαμέρισμα με τις αποσκευές, και ξαπλώθηκε κοντά στο μαγκάλι να ζεσταθεί. Έτρεμε πολύ, τώρα που δεν τον έβλεπαν πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο. Έτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες· αύριο χριστουγεννιάτικα θα παίρνανε το Μεσολόγγι. Μα αυτός αποφάσιζε πως δε θα το πάρουν... Ναι, αυτός, ο δούλος του Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννινα, έτσι το ήθελε, να σωθεί το Μεσολόγγι.Μα θα μπορέσει να το σώσει;
Το ήξερε αυτός πως βίγλες είχε παντού στους τοίχους απάνω. Τις έβλεπε, σαν έβγαινε να κυνηγήσει πουλιά για το τραπέζι του αφέντη του, που φύλαγαν μέρα και νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά δεν άφηναν να σιμώσει. Θα του έριχναν ευθύς, αν έκανε να πλησιάσει. Και ούτε και σημείο δεν μπορούσε να κάνει, γιατί θα τον ένιωθαν οι Τούρκοι φρουροί. Δεν τον πείραζε που θα τον σκότωναν, μια φορά πεθαίνει ο άνθρωπος και γλιτώνει από την τούρκικη σκλαβιά. Μα που δε θα μάθαιναν οι πολιορκημένοι το καταχθόνιο σχέδιο των πασάδων...

Σηκώθηκε στον άγκωνά του, τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά. Τα κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στη θρακιά με κάθε πνοή που περνούσε και, λίγο-λίγο, απόσβηνε και από ένα καρβουνάκι και σκορπούσε η στάχτη. Μα ο Γιάννης δεν τα έβλεπε· έβλεπε τη γυναίκα του, νέα και όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δεν τη θωρούσε έτσι που ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια της... Έβλεπε τα παιδάκια του, τα δυο του αγοράκια, όλο ζωή και σκανταλιά· γελούσαν συχνά, τα καημένα, γιατί ήταν μικρά και δεν είχαν καταλάβει ακόμα, στην αγκαλιά της μάνας, το βάρος της σκλαβιάς. Και τώρα έπρεπε να τα θυσιάσει... Η καρδιά του ράγιζε. Ήταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε και να μην είχε ακούσει τα λόγια των πασάδων...  Έσπρωξε την κουβέρτα του και σηκώθηκε αργά· ξεκρέμασε το τουφέκι του, που κρέμουνταν σ' ένα καρφί και βγήκε έξω.

Γλυκοχάραζε η παραμονή των Χριστουγέννων, μα καμιά χαρά δεν ήταν στη φύση· όλη την εβδομάδα είχε ρίξει βροχή, το στρατόπεδο, μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη. Και το Μεσολόγγι θα γίνουνταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό... γιατί έτσι το αποφάσισαν οι πασάδες...

-Ε, μπαρμπα-Γιάννη, για πού;

Ο Γιάννης σήκωσε τα μάτια και γνώρισε το σταβλίτη του Ομέρ, που ετοιμάζουνταν για την πρωινή του προσευχή.

Τον χαιρέτησε με το χέρι χωρίς να σταματήσει.

-Πάγω να σκοτώσω θαλασσοπούλια, του αποκρίθηκε, για το μεζέ του αφέντη.

Του φώναξε ο Τούρκος:
- Μη σε δουν με το τουφέκι οι Γκιαούρηδες, και σε πάρουν για πολεμιστή!

Και κακανίζοντας γονάτισε στην ψάθα του, γυρισμένος κατά την ανατολή.Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε· με ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε για τη λιμνοθάλασσα.

Το βράδυ εκείνο της παραμονής των Χριστουγέννων, ο γραμματικός του Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μονάχος μες στο μονόξυλό του, από το Ανατολικό, το ηρωικό νησάκι στην είσοδο του κόλπου, που μόνο πια έμενε ελεύθερο σ' όλη την περιφέρεια, μαζί με το Μεσολόγγι. Η ξηρά ήταν όλη στα χέρια των Τούρκων· μόνη συγκοινωνία έμενε πια από τη θάλασσα.Βιάζουνταν να φθάσει στο Μεσολόγγι για να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του και για ν' αποχαιρετήσει τους αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφευγαν με τα καράβια το ίδιο εκείνο βράδυ. Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους για επιχείρηση μυστική. Από τότε που είχαν ξεφορτώσει τα Υδρέικα καράβια άντρες, τουφέκια και τροφές, οι Τούρκοι είχαν σταματήσει τις επιχειρήσεις τους· το καταλάβαιναν πως από χορτασμένους δεν το παίρνουν το Μεσολόγγι, και τους άφηναν ήσυχους ώσπου να πεινάσουν πάλι. Χαμογέλασε ο Θανάσης. Πείνα το Μεσολόγγι δε φοβούνταν πια όσο βαστούσαν τη θάλασσα τα Υδρέικα καράβια... Μ' αφού τους άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τα χέρια, καλό ήταν να δουν αν δε γίνεται τίποτα από το Βραχώρι... Έξαφνα, στην ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο που με το μαντίλι τού έγνεφε να πλησιάσει. Γύρισε τη βάρκα του κατά την ξηρά.

- Ποιος είσαι; φώναξε, και τι θέλεις;

- Έλα, μη φοβάσαι... είμαι φίλος, του αποκρίθηκε ο άλλος.

Ο Θανάσης σίμωσε και ξεχώρισε καλά τον άνθρωπο.Είχε σκυφτούς τους ώμους και φαίνουνταν κατάκοπος· τα ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σα να είχε κάνει μακριά πορεία, και στο χέρι βαστούσε τουφέκι κυνηγού.Ο Θανάσης έσπρωξε το μονόξυλό του στην αμμουδιά, κοντά του.

-Τι θέλεις; τον ρώτησε από μέσα από τη βάρκα. Ο άλλος έριξε πίσω του μια ματιά, βεβαιώθηκε πως είναι μόνος, και σκύβοντας είπε γρήγορα:

- Τρέξε στο Μεσολόγγι, πες τους πως τα χαράματα θα γίνει γιουρούσι· ξέρουν πως φεύγουν οι αρχηγοί, πως παίρνουν πεντακόσιους άντρες, και την ώρα της λειτουργίας θα σας ρι-χθούν οι Τούρκοι.Ο Θανάσης πήδηξε στην ξηρά.

- Ποιος είσαι; ρώτησε τον άγνωστο, και ποιος σου τα 'πε όλα αυτά;

-Είμαι ο κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, και είμαι από τα Γιάννινα, Χριστιανός.

Ο Θανάσης τον έσπρωξε με αηδία, κι έκανε να ξαναμπεί στη βάρκα· μα ο άλλος τον βάσταξε από το μανίκι.

- Μη με υποψιάζεσαι και μη με αποδιώχνεις, είπε βραχνά. Τρέξε να τους τα πεις, αλλιώς πάει το Μεσολόγγι.

Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, που ο Θανάσης ταράχθηκε.
-Πώς τα 'μαθές αυτά που λες; ρώτησε.

-Τα λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί και τ' άκουσα.

- Ποιοι ήταν οι πασάδες;
Ο άγνωστος τους ονόμασε και του εξήγησε με δυο λόγια σε ποιο μέρος θα χτυπούσαν οι Τούρκοι, γιατί ήξεραν πως ήταν το πιο αδύνατο.

- Θα κάνουν ψεύτικο γιουρούσι απ' αλλού, μην τους πιστέψετε.

Ο Θανάσης τον άκουε, αλλά δίσταζε ακόμα.

- Αν είσαι Χριστιανός, γιατί δεν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τον Τούρκο; ρώτησε.
Ο ξένος έκανε ν' απαντήσει, το στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε, κι έσμιξε τα χέρια. Ο Θανάσης τον λυπήθηκε.

- Έλα μαζί μου, του είπε, τι ανάγκη τους έχεις; Έπειτα αν γυρίσεις τώρα θα σε σκοτώσουν.
Ο ξένος σήκωσε το πρόσωπο του, η όψη του ήταν αναλυμένη.

- Το τι θα γίνω εγώ, δεν πειράζει, έκανε, μα έχει στα χέρια του τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου...

Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα· πέταξε πάνω τα χέρια του και γύρισε και χάθηκε στο σουρούπωμα.Ο Θανάσης δε δίστασε πια. Πήδηξε στο μονόξυλό του, και βιαστικά έκανε για το Μεσολόγγι.Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφτασε. Τρεχάτος πήγε στου Μάκρη και του είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνος τους άλλους αρχηγούς, που αμέσως σταμάτησαν τα καράβια, έτοιμα για να σαλπάρουν. Κατά διαταγή του Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά εκατό του άντρες, και με τον Τσαλαφτίνο και τον Κουμουντουράκη έτρεξαν κι έπιασαν τα οχυρώματα· την ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τους παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες, και να ειδοποιηθούν τα ποίμινια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη δε θα γίνει, παρά θ' αγρυπνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στους τοίχους απάνω.

 Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόντος, με τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει το κέντρο όπου ήταν η πύλη του οχυρώματος· ο Ζαΐμης με άλλους εξακόσιους πήραν τη δυτική μεριά, και μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, με τον Γρίβα, τον Μακρή, τον Ροζοκότσικα και τον Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στο ανατολικό μέρος όπου ήταν να γίνει το γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τα χαμηλά σπίτια εμπρός, κατά τον κάμπο, και άλλοι, κρυμμένοι στη σκιά, στα πόδια του τοίχου, περίμεναν σιωπηλά. Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τον ουρανό. Παντού σκοτάδι. Από την άλλη μεριά του τοίχου οκτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι και γεροί, με σκοινιά, μπήκαν σιωπηλά στο χαντάκι που περιτριγύριζε το οχύρωμα και κρύφθηκαν μες στα βούρλα, στο ανατολικό μέρος, όπου τα φρούρια ήταν πιο ευκολοπήδηχτα. Δυο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στα νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι να τους υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οκτώ χιλιάδες περίμεναν τη χαραυγή για να ορμήσουν στα οχυρώματα με το πρώτο σύνθημα.

Όλη νύχτα, από τα δύο μέρη του τοίχου, Έλληνες και Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς να υποψιάζονται ούτε τούτοι ούτ' εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι εκκλησίες ήταν κλειστές, τα κεράκια σβηστά.Απάνω στα οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογογούσαν τους άντρες, και σιωπηλά τους έδιναν την ευχή τους.Έξαφνα, στη νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τα σήμαντρα σήμαναν τη λειτουργία.Και τότε άρχισε το πανηγύρι.Από τη μίαν άκρη στην άλλη του τοίχου, φωνές και αλαλαγμοί σχίζουν τον αέρα' με τα σπαθιά στα δόντια ορμούν του Ομέρ Βρυώνη οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τις σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, μπήγουν δυο σημαίες. Μα τα παλικάρια αγρυπνούσαν.

Σαν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τα στήθη τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα σιωπηλά, αρπάζουν τους ξαφνιασμένους Τούρκους, τους σηκώνουν από το χώμα, τους γκρεμίζουν στο χαντάκι· τρίζοντας τα δόντια τσακίζουν τις σημαίες, ρίχνονται στους καινούριους που σκαρφαλώνουν, τους γκρεμίζουν και αυτούς· τα σπαθιά σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τα τουφέκια σκορπώντας όλεθρο και τρόμο, τα πόδια γλιστρούν στο γλιτσιασμένο από το αίμα χώμα.Τρεις ώρες βαστά το πανδαιμόνιο. Κουρασμένοι, πατώντας στα πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι. Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν και φεύγουν. Πηδούν από τους τοίχους οι δικοί μας, τους παίρνουν κατά πόδι και τους σκορπούν αλαλιασμένους στον κάμπο. Δώδεκα σημαίες κείτονται στη λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν το χαντάκι. Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια. Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά με μπαρούτι και με αίμα. Τ' ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στα βουνά, και κλειούν το Μακρυνόρος.

Τ' ακούν και οι Τούρκοι, πως Μαυρομιχάλης και Τσόγκας έπεσαν στην Κατοχή και χάλασαν τους δικούς τους, και τρόμος τους πιάνει. Σαν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά το άκουσμα πως Καραϊσκάκης και Οδυσσέας τραβούν για το Μεσολόγγι, και πανικός τους ταράζει. Παραμονή Άη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι πασάδες το στρατό, και με τέτοια βία φεύγουν, που όλα τους τα κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, και έπιπλα ακόμη των πασάδων, μένουν στα χέρια των Ελλήνων, που το άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τον κάμπο έρημο από εχθρούς.Έτσι εόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822.  Κάπου στην Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο δρόμος που από το Μεσολόγγι πηγαίνει στο Βραχώρι, άσπριζε ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα. Ο διαβάτης, που κουρασμένος στέκουνταν ν' ανασάνει ή έμπαινε στο εκκλησιδάκι ν' ανάψει ένα κεράκι, ήξερε πως θα βρει ένα ποτήρι κρύο νερό να σβήσει τη δίψα του, ή μια φωτιά να στεγνώσει τα ρούχα του, αν τον είχε πιάσει μπόρα στο δρόμο.Φτωχό ήταν το ερημοκλήσι, φτωχό και το κελί του μοναχού που το φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν και οι Χριστιανοί που του είχαν δώσει από το στέρημά τους για να τα χτίσει. Μα φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τη φιλοξενία του ερημίτη, και απορούσε με τη θλιμμένη του ηρεμία και τη σαν απόμακρη φωνή του.

 Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο μοναχός, μα κανένας δεν τον γνώριζε, γιατί δεν ήταν από τον τόπο· ούτε τον άκουσε ποτέ κανείς να πει από που ήταν και ποιες φουρτούνες τον είχαν ρίξει εκεί. Λόγια πολλά δεν ήξερε ο ερημίτης· τα είχε ξεμάθει στη μοναξιά του.Σκυφτός πάντα και σιωπηλός, κάθουνταν ώρες στην πόρτα του κελιού του, αφηρημένος σε βαθιά θλιμμένη συλλογή, ή βυθισμένος στην ατέλειωτη προσευχή του. Μόνος και αποτραβηγμένος ζούσε εκεί μέσα, απείραχτος και άγνωστος, μνημονεύοντας την πεθαμένη του αγάπη και τα σφαγμένα του αγγελούδια. Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του· τα είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του που, με το αίμα της καρδιάς του δούλου του, είχε πληρώσει την απελευθέρωση του Μεσολογγίου.   Ήταν ο Γιάννης Γούναρης.

Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα – Διήγημα,  Πηνελόπη Δέλτα

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Άγνωστες ιστορίες & ανέκδοτα: -Πως θα γυρίης μαύρε στου χουριό, -Πλερώνς εσύ τα ξουρισ’ κά, -Βάν’ς κι τα βιουλία μαζί;





Όταν ήρθε ο Καποδίστριας, αποφάσισε κι’ ο γέρο- Πανουργίας, ο κλεφταρματωλός των Σαλώνων, να κατεβή από του Παρνασού τα κάρκαρα και να πάη να παρουσιαστή στον Κυβερνήτη. 

Έφτασε λοιπόν στην Αίγινα, μα με την πρώτη ματιά  που’ ριξε γύρω του, δεν του χαμαρέσανε τα πράματα. Έιδε κοντά στον Κυβερνήτη κάτι φραγκοντυμένους, που δεν τους φτάνανε τα φράγκικα φορέματα, μα είχανε ξουρίσει και τα γένεια και μουστάκια, και ήταν έτσι σας ξεροκολόκυθα γυαλιστερά τα μούτρα τους.

-Τί μ’ σούδες(μούρες) είν’ αυτές; (είπε ο Πανουργιάς) στο γέρο – Δυοβουνιώτη, που είχε έρθει και αυτός συντροφιά του στην Αίγινα.

-Δεν τ’ βλεπς; τσ’ ήφερε ου Κυβερνητς να μας φουτίσουν.

-Γι’ αυτό είν’ έτσ’ τα μούτρα τ’ς; Γένούντ έτσ’ πλείο διαβασμένοι, μαθές; Τότε θέλω κ’ εγώ να τα ξουρίσω να γίνου σουφός κ΄ εγώ….

-Και δεν τα ξουρίζεις; Έδώ παρακάτ’ είν ου χαμζάς (κουρέας). Μα δε κουτάς. Πώς θα γυρίης, μαύρε στου χουριό;

-Πλερώνς εσύ τα ξουρισ’ κά;

-Πλερώνου... μας δε θ’ αποκουτι’ ης πράμα....

-Βάν’ς κια τα βιουλία μαζί;

-Τι τα θέλ’ς τα βιουλιά;

-Έτσ’, θέλου να γίνη το πράμα πανηγύρ’

-Άς είναι έτσ’

Ο Δυοβουνιώτης ακόμα δεν είχε καταλάβει καλά τι λογής ξύρισμα ήθελα ο γέρος-σύντροφος του. Ξέχασε τα παλιά του καμώματα. Άνθρωπος του δρυμού, ‘’κλαρίτης’’, ήξερε να λέη πράματα και να τα κάνη πέρα και πέρα ξέσκεπα.
Μπαίνουνε στον κουρέα, και να, έρχονται τα βιολιά, κι αρχίζουν το παιχνίδι, κ’ ετοιμάζει ο κουρέας τα ξουράφια του. Κάνει όμως να βάλη χέρι στου γέρο  Στρατηγού τα μούτρα, κι αυτός,

-Τράβα του χέρ σ’ απού κεί! (του λέει)

Πετάει πέρα την φουστανέλλα και μένει όπως τον έκαμε η μαννούλα του από τη μέση και κάτου... Και αρχίζει ο κουρέας , θέλοντας μη θέλοντας, και του τα ξυρίζει....
Και παίζουν τα βιολιά.... Κι’ ο κόσμος όλο και μαζεύεται....

-Αί, τώρα μοιάζ’νε με μούτρα φράγκικα!! (είπε ο γέρος αφού τελιώσε το ξύρισμα.)

Κι όλα αυτά τάκαμε, για να σατυρίση τα ξουρισμένα μούτρα και μουστάκια που είχανε κοπιάσει απ΄τη Φραγκιά να φέρουνε καινούργια φώτα στο Ρωμαί’ι’κο.

Δ. Γ. Δημητράκη Απομνημονεύματα



Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Άγνωστες ιστορίες & ανέκδοτα - ΔΕ ΘΕΛΗΣΕ ΝΑ ΚΑΜΗ ΑΛΛΗ ΣΤΟΛΗ ΜΑ ΦΟΡΟΥΣΕ ΤΟΝ ΝΤΟΥΛΑΜΑ ΜΕ ΤΑ ΣΕΙΡΗΤΙΑ





Η Αντιβασιλεία από τα 1833 στους στρατιωτικούς και πολιτικούς ‘’αξιωματούχους’’ (υπαλλήλους) ώρισε επίσημη στολή. Από τους παλιούς Αγωνιστές διοριστήκανε οχτώ νομοεπιθεωρητές, με λιγοστα καθήκοντα, όμως με στολή  ‘’φρουραρχικών επιτελών’’ όλο χρυσά κορδόνια, και λάβανε διαταγή  γλήγορα να ντυθούν την καινούργια τους φορεσιά και να παρουσιαστούν στον Υπουργό.

Πάνε στον Υπουργό οι έξι νομοεπιθεωριτές λαμπροφορεμένοι, μα οι δύο απ΄αυτούς, ο Καν. Δεληγιάννης κι’ Νικηταράς με την απλή τους φουστανέλλα. Νέα διαταγή του Λεζουιρου Υπουργού και νέα προθεσμία να γίνουν οι στολές ειδεμή θα πληρώνουνε δρ. 50 την ημέρ ποινή.

‘’ – Έτσι αναγκαστήκαμε ( διηγώταν ο Δεληγιάννης ) και παίζαμε την αρκούδα ( το γνωστό μασκάρεμα της αποκριάς)

Και των υπαλλήλων των διοικητικών οι στολές ήτανε βαρείες και χρυσοστόλιστες,(πείο πολύ των Νομαρχών). Ένας μάλιστα Βαυαρός υπάλληλος του υποργείου ανάλαβε να της παραγγείλη στην Γερμανία 2 χιλ. δρ την καθεμιά  Όμως ο νομάρχης Εύβοιας Γεώργιος Αινιάν πέτυχε την φτηνότερη  τιμή στο Παρίσι δρ. 1200 και καλύτερη στολή, μα να και φτάνει  κ ‘η άλλη ή μπαβαρέζικη, και τι να κάμει, τη δέχτηκε κι’ αυτή ο Νομάρχης, Ρουμελιώτης και φουστανελλάς.

Σε δύο χρόνια ατόνησε της στολής η διαταγή και τότε κάθεται ο Αινιάνας και κόβει της στολές και φτειάνει ένα μακρύ ντουλάμα με τα χρυσά σειρήτια του Νομάρχη απάνω. Κι’ άμα γίνηκε Συμβούλος της Επικρατείας δε θέλησε να κάμη άλλη στολή, μα φορούσε το ντουλαμά με τα σειρήτια.

Δ. Γ.  ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

Δευτέρα 24 Νοεμβρίου 2014

Άγνωστες ιστορίες & ανέκδοτα ΤΟ ΔΩΡΟ ΣΟΥ ΝΙΚΗΤΑΡΑ – (ΆΛΟΓΟ ΧΩΡΙΣ ΟΥΡΑ)


Ο Νικηταράς, στα 1822, χάρισε του Τσοπανάκου του περίφημου αστείου λαικού ποιοητή, ένα άλογο κολοβό απο τα λάφυρα του. Ο κακομοίρης ο Τσοπανάκος φτωχός, μην έχοντας να τον κολοβό, έγραψε του καπετάν Νικηταρά.

Το δώρο σου Νικηταρά
Άλογο χωρίς ουρά
ή μου στέλνεις και κριθάρι
ή σου στέλνω το τομάρι.

Ο Νικηταράς του δωσε τότε και κριθάρι.

Καβαλικεύει ο Τσοπανάκος το καινούργιο χάρισμα και κινάει για την πατρίδα του την Δημητσάνα. Στο δρόμο πετυχαίνει μια κορομηλιά και παει απο κάτω με τ’ άλογο κι’ αρχίζει να τρώη κορόμηλα, ως που έσκασε ο φτωχός. Ήτανε καμπούρης και μισερός

Παν. Τσοπανάκου,  Άσματα πολεμιστήρια του υπέρ ανεξαρτησίας της Ελλάδος αγώνος, Αθήνα 1839, Σελ Ε’

Φωτάκου, Βίοι Παράλληλοι, Σελ 198

Δοκίμιον Ιστορικόν περί της Ελληνικής Επαναστάσεως Δ’ , Σελ. 100

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

ΔΕΝ ΛΥΠΟΥΜΕΘΑ ΤΟΣΟΝ ΔΙΑ ΤΟ ΧΑΜΟΝ ΤΟΥ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΟΥ, ΔΙΑ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟΝ ΕΧΥΣΑΜΕΝ ΤΟΣΑ ΑΙΜΑΤΑ, ΑΛΛΑ ΜΑΣ ΘΛΙΒΕΙ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΝ Ο ΧΑΜΟΣ ΤΟΥ, ΟΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΕΙΣ ΕΝΑ ΚΑΙΡΟΝ ΠΟΥ ΕΙΧΑΜΕ ΚΑΤΑΣΤΗΣΕΙ ΤΟΝ ΕΧΘΡΟΝ ΕΙΣ ΤΟΣΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑΝ, ΩΣΤΕ ΗΤΟΝ ΔΙΟΛΟΥ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΟΣ.. Η ΠΕΙΝΑ ΟΜΩΣ ΤΟ ΠΑΡΕΔΩΣΕΝ....






Οι  εννιά  Μεσολογγίτες  <<Πατριώται>>  : Μ. Κοντογιάννης, Δημήτριος Μακρής, Γ. Βαλτινός, Βασίλης Χασάπης, Νότης Μπότζιαρης, Κίτζος Τζαβέλας, Γεώργης Κίτζος, Χρ. Φωτομάρας και Γεωργάκης Βάγιας: ευθύς μόλις διεσώθησαν  από την Ηρωικήν Έξοδο, ενημερώνουν από Δερβέκιστα όπου έφθασαν σώοι, με την υπ’ αριθ. 361 – 12 Απριλίου αναφορά τους, προς την <<Σεβ. Διοίκησιν>> :

<< Με την ελπίδα να μας καταφθάσουν τα καράβια και να μας μπάσουν ζαερέν, εφθάσαμεν εις την αθλιωτάτην κατάστασιν. Εφάγαμε όλα τα άλογα, μολάρια, γομάρια, σκύλους και γάτους, τα οποία ετελείωσαν και αυτά>>

 << Και επεριμέναμεν οκτώ ημέρας τρώγοντες θαλάσια χόρτα, και πλέον δεν τα  μεταείδαμεν (τα καράβια). Έφθασε να πεθαίνουν και από εκατόν και εκατόν πενήντα την ημέραν, ώστε όπου έμεναν και ανάθαφτοί, διότι οι άλλοι δεν είχαν δύναμιν να του θαφτούν>>

 << Αυτά όλα ηκολούθησαν, όπου δεν εισακούοντο τα γραφόμενα μας, όπου πολλάκισ σας εγράψαμεν την κατάστασιν και την έλλειψιν τροφών...>>

 << Δέν λυπούμεθα τόσον διά τον χαμόν του Μισολογγίου, διά τό οποίον εχύσαμεν τόσα αίματα, αλλά μας θλίβει πολύ περισσότερον ο χαμός του, όπου έγινε εις ένα καιρόν, που είχαμε καταστήσει τον εχθρόν εις τόσην αδυναμίαν, ώστε ήτον διόλου απελπισμένος’ διότι τρεις φορές όπου εκάμαμεν έφοδον απο το κάστρο του εκόψαμεν μέσα εις τες τάπιες περίπου απο δυο χιλιάδας.. Η πείνα όμως το παρέδωσεν..... >>

ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΦΡΟΥΡΑΣ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ 1823-1826

‘’ Οι δε Μεσολογγίται εις όλον το διάστημα της πολιορκίας έδωκαν άπειρα δείγματα της καρτερίας και γενναιοψυχίας των , διότι ήταν εκ των πρώτων, όπου να ριψοκινδυνεύουν , οι πρώτοι εις τας μάχας και όπου ηρίστευον ελάμβαναν μόνοι σχεδόν και πάντοντε μέρος εις τας εξόδους , αφήνοντες κατά ταύτας τους πλειότερους νεκρούς και επέστρεφαν με τους περισσότερους τραυματίας. Εφύλαττον δε πάντοτε τας πλέον επικινδύνους θέσεις και ως πυροβολισταί εις τα κανονοστάσια και με τα τουφέκια εστέκοντο εις τας επάλξεις ’’ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ

'' Ζαρκαδοπαφίλια έλεγε τους Βαλτινούς γιατί φορούσανε πολλά και πλούσια αργυροχρυσωμένα στολίδια (χα’ι’μαλία , τσαπράζια , γατζούδια και τοκάδες) στα στήθια , στα ποδάρια , στο σελάχι κι’ απάνου στ’ άρματα μοιάζοντας με τα ζαρκάδια που τα ημέρωναν οι παλιοί Αρματωλοί και τα σέρνανε μαρτίνια στολισμένα με πολλά παφίλια '' - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑ’Ι’ΣΚΑΚΗΣ

«Μεγάθυμοι» και «Μενεχάρμαι» - ΌΜΗΡΟΣ