και βγήκα απάνου στο βουνό προτού να καλοφέξει,
εκεί σε πέτρα ακούμπησα να πάρ' ολίγον ύπνο
κι εκεί άκουσα τρεις πέρδικες ,όπου κελαηδούσαν
κι καταριόταν τα βουνά μ' ανθρώπινη λαλίτσα.
Εσείς βουνά του κερατά,βουνά του Ασπροποτάμου,
τους κλέφτες τι τους κάματε, τον καπετάν Γρηγόρη
-Αυτός πήγε και κλείσθηκε στο δόλιο Μεσολόγγι,
μας είπαν πώς λαβώθηκε στο δεξί το μάτι,
και λέν πώς δεν θα ξαναρθεί ,πως δεν θα τον ξαναδούμε
Για κλάψτε δέντρα και κλαδιά και κοντοραχούλες
και σεις βουνά κλεφτόβουνα , με τις κρυοβρυσούλες
την χάσατε την κλεφτουριά τον καπετάν Γρηγόρη.
τρεις λυγερές το λέγανε και πικροτραγουδούσαν .
Η μια ήταν η Στουρνάραινα , του Μάρκου Μπότσαρη η άλλη .
Κι η τρίτη η μικρότερη ήταν του καπετάν Γρηγόρη.
εκεί που μοιρολογάει και ομορφοτραγουδούσε,
πουλάκι πήγε κ' έκατσε εκεί στα γόνατά της .
Πες μας , πες μας ,πουλάκι μου κάνα καλό χαμπέρι.
- Τι να σου πω κυρούλα μου τι να σου μολογήσω
Εψές προψές που διάβαινα το έρμο Μεσολόγγι ,
άκουσα πώς βαρέθηκε ο καπετάν Γρηγόρης.
Τον κλαιν τα δέντρα ,τα κλαριά τον κλαιν οι κρύες βρύσες,
τον κλαίνε και στα Κούτσανα οι καπετανοπούλες.