Στο κείμενο που ακολουθεί του αντιστράτηγου ε.α. Νικολάου Κολόμβα παρουσιάζεται η μετάφραση αυτής της έκδοσης .
Η Καταστροφή του Μεσολογγίου
( Μέσα από την αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα )
Πρόλογος Μεταφραστή
Στα χρόνια της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας, κατά την τελευταία πολιορκία του Μεσολογγίου (15 Απριλίου 1825 -10 Απριλίου 1826) και τη δεύτερη περίοδο των επιχειρήσεων (12 Δεκεμβρίου 1825 - 10 Απριλίου 1826), συνέπραξαν με τις ορδές του Τούρκου σερασκέρη Ρεσίτ πασά (Κιουταχή) και τα στρατεύματα του Αιγυπτίου Ιμπραήμ πασά. Σε αυτά συμμετείχε μικρό υγειονομικό σώμα, επανδρωμένο κυρίως από μισθοφόρους νεαρούς Ιταλούς γιατρούς, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Αλφόνσο Νούτσο Μάουρο. Ο Μάουρο παρακολούθησε από κοντά την εξέλιξη της πολιορκίας και ιδίως την τελευταία φάση, την Έξοδο των πολιορκημένων, τα διατρέξαντα μέσα στην πόλη, καθώς και το σκλαβοπάζαρο και κατέγραψε με αρκετές λεπτομέρειες τα κυριότερα από τα συγκλονιστικά συμβάντα που υπέπεσαν στην αντίληψη του, όπως και αυτά που πληροφορήθηκε από αφηγήσεις αιχμαλώτων. Κατόπιν, όταν επέστρεψε στην Ιταλία, εξέδωσε στη Νάπολι το 1830 συνοπτικό χρονικό ανωνύμως "ως αυτόπτης μάρτυρας" (testimonio oculare) στην ιταλική γλώσσα, που περιλαμβάνει δύο μέρη: την καταστροφή του Μεσολογγίου και τη σκλάβα του παζαριού. Αργότερα κυκλοφόρησε επωνύμως στο Παρίσι, στη γαλλική γλώσσα, το χρονικό αυτό πιο διευρυμένο (La Ruine de Missolonghi, Temoin oculaire, Paris, 1836. Alfonso Nuzzo Mauro), του οποίου κατ’ επιλογήν αποσπάσματα χρησιμοποίησαν ο Φάνης Μιχαλόπουλος ("Οι τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου", Αθήναι, 1957) και ο Κυριάκος Σιμόπουλος ("Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του 21", τ. 5ος, Αθήνα, 1984). Πρόκειται, γενικά, για ένα συγκινητικό και ευαίσθητο κείμενο, αλλά και ιστορικό ντοκουμέντο, που δημιουργεί την εντύπωση ότι ο Ιταλός γιατρός, αισθανόμενος προφανώς τύψεις για τη συμμετοχή του ως μισθοφόρος σε αυτήν την ανίερη εκστρατεία στο πλευρό των αλλοθρήσκων Οθωμανών και προσπαθώντας κατά κάποιον τρόπο να εξιλεωθεί, εξιστορεί με πόνο ψυχής τα τρομερά γεγονότα, των οποίων υπήρξε ακούσιος συνεργός και αυτόπτης μάρτυρας. Η ιταλική έκδοση του 1830, κατά το μέρος που αφορά την "Καταστροφή του Μεσολογγίου", παρουσιάζεται για πρώτη φορά μεταφρασμένη αυτοτελώς και χωρίς περικοπές, με τις απαραίτητες διευκρινιστικές σημειώσεις. Αυθεντικό αντίγραφο της παραπάνω σπάνιας έκδοσης αποκτήθηκε πρόσφατα και φυλάσσεται στην "Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης Αιτωλοακαρνανίας" Χρήστου και Σοφίας Μοσχανδρέου στην Ιερή Πόλη του Μεσολογγίου: Ακολουθεί η μετάφραση του κειμένου.
Εισαγωγή Συγγραφέα
Ενώ οι πολεμοχαρείς Άραβες ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τις φωτιές που είχαν ετοιμάσει για να ψήσουν την πίττα τους και να μαγειρέψουν τη μανέστρα τους με τα χόρτα και ενώ οι μπέηδες και οι αγάδες και οι άλλοι αξιωματούχοι κάθονταν στο λιτό τους τραπέζι, ο αρχηγός τους Ιμπραήμ πασάς, ξαπλωμένος στο μαλακό του ντιβάνι αποζητούσε την ανάπαυση μετά τις ταλαιπωρίες της ημέρας.
Διακατεχόταν από έντονο εκνευρισμό και στριφογύριζαν στο μυαλό του τα σχέδια για τις μελλοντικές πολεμικές επιχειρήσεις, ενώ κουνώντας απειλητικά το δάκτυλο του ήταν σαν να διέγραφε από το βιβλίο των ζωντανών τον πληθυσμό του Μεσολογγίου και φοβέριζε με εξόντωση μια ατρόμητη και γενναία φρουρά, η οποία έχοντας μέχρι τώρα ματαιώσει τα απάνθρωπα σχέδιά του καταστροφής και εκδίκησης, ανυπόμονη προετοιμαζόταν για να επιχειρήσει την ύστατη προσπάθεια προς τη σωτηρία. Ο θάνατος απλωνόταν στον αέρα πάνω από την καταδικασμένη πόλη και μετρούσε χαιρέκακα με τα σκελετωμένα δάκτυλά του τα πολυάριθμα θύματά του.
Μόλις τα πέπλα της νύκτας τη δεύτερη ημέρα είχαν σκεπάσει την όψη της γης και ο αποσπερίτης έριχνε το φως του προς το Μεσολόγγι, ξαφνικά ένας ανεμοστρόβιλος κάλυψε τον ορίζοντα με μαύρα σύννεφα, που σχιζόταν από αδιάκοπες αστραπές, χύνοντας καταρρακτώδεις βρόχινες ριπές.
Και ήλθε η μοιραία ώρα να συνεδριάσει το τραγικό συμβούλιο. Το Βασιλάδι είχε ήδη πέσει στα χέρια του εχθρού. Η στενή πολιορκία είχε επιβάλλει από μήνες μια άγρια πείνα και ο απλός λαός διατρεφόταν με φύκια, τα οποία η θάλασσα ξέβραζε στις ακτές του Μεσολογγίου.
Ο οθωμανικός στόλος είχε κλείσει τις διόδους από τις οποίες περνούσαν εφόδια οι τολμηροί ναυτικοί από τα Ιόνια νησιά. Ωστόσο, η φρουρά δεν έκανε καμιά σκέψη για μια συνθηκολόγηση, η οποία θα την ατίμαζε στα μάτια της Ευρώπης και ήταν πανέτοιμη για την ύστατη αναμέτρηση.
Οι γενναίοι Σουλιώτες ήταν έτοιμοι από τα χαράματα, αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή για την ένδοξη και μοιραία Έξοδο. Οι ατρόμητοι Μεσολογγίτες με το ένα χέρι κρατούσαν το τουφέκι και με το άλλο ήταν έτοιμοι να ανάψουν τον δαυλό που θα έβαζε φωτιά στο σπίτι τους, ενώ ταυτόχρονα έδιναν κουράγιο στην οικογένειά τους, που ήταν συγκεντρωμένη τριγύρω τους, προσμένοντας ψύχραιμα το σύνθημα για την εξόρμηση.
Αραιές σκοπιές είχαν τοποθετηθεί αυτήν την ημέρα στις βορεινές τάπιες. Όλα ήταν σιωπηλά. Η αναταραχή, οι διάτορες κραυγές, οι υβριστικές προκλήσεις είχαν σταματήσει, όπως και οι εκτυφλωτικές λάμψεις των εκρήξεων και ο εκκωφαντικός κρότος των κανονιών. Η πόλη απ' έξω έμοιαζε με έναν τεράστιο σωρό ερειπίων, χωρίς ίχνος ζωντανής ψυχής.
Η θάλασσα, που την όριζε κατά τα δύο τρίτα, δεν παρουσίαζε πλέον κατά τη νύκτα τις φωσφορίζουσες ανταύγειές της, παρά μόνο ένα αδιαπέραστο και σκούρο δάσος από εχθρικά πλεούμενα. Σαν από σιωπηρή συναίνεση οι αγέρωχοι πολιορκητές είχαν σταματήσει να εκτοξεύουν τα φονικά πυρά των κανονιών τους. Η τρομερή «Φατουμά» και ο θορυβώδης «Χατζή Μπεκήρ» έμεναν αδρανείς καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της ημέρας. Ο δαίμονας του πολέμου με το αιμόχαρο χαμόγελό του καραδοκούσε ηδονικά την άφθονη λεία, που θα 'πέφτε στα χέρια του με τη δύση του ήλιου.
Άτυχο και ένδοξο Μεσολόγγι! Εσύ που για πέντε ολόκληρα χρόνια κουρέλιασες το γόητρο του αλαζόνα Μουσουλμάνου! Εσύ που προτιμάς τον θάνατο από την ατίμωση, εσύ τώρα δεν βλέπεις την επικείμενη σφαγή ενός μέρους των δικών σου ανδρείων τέκνων και τη σκληρή δουλεία που περιμένει τα υπόλοιπα;
Η Έξοδος της Φρουράς
Οι άγρυπνοι Άραβες σκοποί αφουγκράζονται τώρα τα βήματα των πρώτων γενναίων παλικαριών. Μόλις που πρόφθασαν να αδειάσουν τα όπλα τους και να δώσουν το σύνθημα συναγερμού στις κοντινές κανονιοστοιχίες, βρέθηκαν κάτω από τα γιαταγάνια των Ελλήνων, που δεν χρησιμοποιούν πια τουφέκια, αλλά σφάζουν όποιον απαντήσουν στον δρόμο τους. Σαν τίγρεις τινάζονται και ρίχνονται μ' ένα πνιχτό μουγκρητό πάνω στους εχθρούς που κατέφθαναν μιλιούνια.
Τα τύμπανα καλούν τους στρατιώτες στα όπλα.
Τα τμήματα κινούνται. Οι μουσουλμάνοι Αλβανοί στο στρατόπεδο του Κιουταχή, που πρόσφατα είχαν αποστατήσει από τη χριστιανική θρησκεία, τρέχουν γρήγορα να ενταχθούν στις γραμμές τους, παρακινούμενοι τόσο από την ιδέα της λείας, όσο και από το μίσος της θρησκείας. Σαν άγρια θηρία δεν ζούσαν παρά μόνο με τη σκέψη της λαφυραγώγησης και το πάθος της εξόντωσης των παλαιών ομοθρήσκων τους. Στο μεταξύ τα αραβικά τάγματα προχωρούν με σχηματισμούς εφόδου. Τα πρόσωπα των ανδρών λάμπουν από μια άγρια χαρά που πλησιάζουν στη στιγμή, την οποία τόσο καιρό πρόσμεναν για να εκδικηθούν για τις συνεχείς προσβολές, για τις συχνές οχλήσεις από αυτούς, οι οποίοι μολονότι πέθαιναν στα χαντάκια της πόλης, με τις πράξεις τους εξόργιζαν τον Ιμπραήμ, τον αδιαφιλονίκητο κυρίαρχο της ερήμου.
Η φωνή των επικεφαλής των τουρκο-αιγυπτιακών τμημάτων ανακόπτει την προχώρησή τους. Οι στοίχοι τους ανοίγουν σκόπιμα για να αφήσουν ελεύθερη δίοδο στους τολμηρούς εξερχόμενους. Επιδέξιοι ελιγμοί επιβάλλουν στους στρατιώτες να σταθούν μακριά από τα ορύγματα που ήταν απέναντι από τα σημεία της Εξόδου. Ταυτόχρονα εφεδρικά τάγματα σκαρφαλώνουν στα αφύλαχτα πλέον τείχη στη δυτική πλευρά.
Οι Μεσολογγίτες, αφού υπονόμευσαν τα κατάλληλα σπίτια, εξέρχονταν μαζικά, γέροντες, νέοι, παιδιά, γυναίκες ξοπίσω απ' τους άνδρες τους, αρραβωνιαστικιές πιασμένες χέρι - χέρι με τους μέλλοντες συζύγους τους, μητέρες που μετέφεραν λίγα χρειώδη.
Όλοι προσπαθούσαν ασθμαίνοντας να ακολουθήσουν τους πυκνούς σχηματισμούς των παλικαριών και των Σουλιωτών.
Άτυχοι σταματήστε! Ο εχθρός επίτηδες άνοιξε τις γραμμές του για να σας οδηγήσει πιο εύκολα στον θάνατο! Την ίδια στιγμή ο αδιάκοπος κρότος των τουφεκιών προαναγγέλλει την εξόντωση των εξοδιτών. Όλα τα πυροβόλα σκορπούν αδιάκριτα τον θάνατο. Σαν το δρεπάνι του επιδέξιου θεριστή που θερίζει τα στάχια του σταριού,, έτσι και τα φονικά βόλια κόβουν το νήμα της ζωής εκατοντάδων ηρώων και αμέτρητων άοπλων θυμάτων.
Οι πεισματάρηδες Σουλιώτες πολεμιστές κάνουν μάταιες προσπάθειες. Με την αριθμητική τους δύναμη οι γενναίοι αυτοί άνδρες έγιναν για λίγο ασπίδα, πριν πέσουν πρώτοι αυτοί νεκροί κάτω από τα κοντινά καταιγιστικά πυρά του εχθρού. Οι κολώνες των εξοδιτών σταματούν και υποχρεώνονται να αλλάξουν πορεία και να στραφούν προς τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης σειράς των χαρακωμάτων. Εκεί η σφαγή είναι τρομερή. Ο αφανισμός των αποδιοργανωμένων Μεσολογγιτών είναι πλήρης. Κάθε τουφεκιά κι ένα θύμα. Σε λιγότερο από μια ώρα τα χαντάκια γεμίζουν πτώματα από τους πιο θαρραλέους που τόλμησαν να ορμήσουν για να σκαρφαλώσουν στην αντίθετη όχθη, αψηφώντας τα εμπόδια που είχαν τοποθετηθεί από τις πυκνές τάξεις του εχθρού.
Το υπόλοιπο πλήθος, βαδίζοντας αναστατωμένο, φθάνει στον δρόμο της ανατολικής πύλης, που περικλειόταν δεξιά από τη λιμνοθάλασσα και αριστερά από τα έλη. Εκεί γίνεται το τελευταίο μακελειό. Οι γυναίκες και τα παιδιά γυρίζουν πίσω προς τη θάλασσα. Άλλοι, οι πιο τολμηροί, ρίχνονται προς την ελώδη περιοχή, περνώντας κάτω από τις μπούκες των κανονιών, σύρριζα από τα παραπέτα τους.
Αλίμονο! Από δεκατέσσερις χιλιάδες κατοίκους που βγήκαν πριν από μια ώρα από τα τείχη, οι μισοί δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν τον δρόμο τους. Όλες σχεδόν οι γυναίκες, που γλίτωσαν τον θάνατο, παραμέρισαν, για να δώσουν την ευχέρεια στους άνδρες τους να μάχονται απερίσπαστοι για να μπορέσουν να σωθούν. Αυτές με μια ενστικτώδη κίνηση κατευθύνονται προς το βαλτωμένο ακρογιάλι και τα ξημερώματα πέφτουν λεία στα χέρια του άπληστου νικητή.
Οι Μεσολογγίτες και οι Σουλιώτες, τώρα, πετούν τα ντουφέκια, άχρηστα πλέον , πίσω τους, βγάζουν τα γιαταγάνια και με φωνή που την πολλαπλασίαζε η απόγνωση κραυγάζουν «έμπροσθεν, έμπροσθεν» (Emprosten, emprosten). Στην απροσδόκητη και τρομερή ορμητικότητά τους οι Άραβες που πυροβολούσαν απέναντί τους κλονίζονται. Πάνω από τριακόσιοι Άραβες ξαπλώθηκαν νεκροί στην πρώτη επίθεση, ενώ οι άλλοι υποχώρησαν, χωρίς ωστόσο να διασπασθεί η παράταξή τους. Στο μεταξύ οι Μεσολογγίτες κερδίζουν τόσο χώρο, που τους επιτρέπει να διασχίσουν μια διαγώνιο σχεδόν δύο μίλια μέχρι τον Εύηνο.
Ο Αιγύπτιος αρχηγός με χίλιους διαλεγμένους ιππείς περίμενε το υπόλοιπο των άτυχων εξοδιτών και τους κατεδίωξε κατά την επίπονη πορεία τους μέχρι τις όχθες του ποταμού. Στο σημείο αυτό έγινε τρομερή σφαγή και η κοίτη του γέμισε από θύματα.
Πολλοί, ελπίζοντας να βρουν ένα εύκολο πέρασμα στον ποταμό, βρήκαν τον θάνατο και άλλοι έπεσαν κάτω από τα τουρκικά γιαταγάνια.
Μερικές εκατοντάδες άνδρες και ανάμεσα τους αρκετές θαρραλέες γυναίκες άνοιξαν τελικά δρόμο και κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στο βουνό και να σωθούν. Εκείνη τη στιγμή η καταιγίδα κόπασε, τα σύννεφα απομακρύνθηκαν και ολόκληρο το φεγγάρι με τον δίσκο του έριχνε τον απαίσιο φωτισμό του πάνω στην εκτεταμένη πεδιάδα του Μεσολογγίου, την ποτισμένη με αίμα και διάσπαρτη από πτώματα.
Η Σφαγή στον Κάμπο
Τί είναι αυτές οι μάζες της φωτιάς που ορμάνε και στριγγλίζουν και οι οποίες υψώνονται από διάφορα σημεία μέχρι τ' αστέρια, προσπαθώντας να αντιταχθούν στο φως του ήλιου που ανατέλλει στον ορίζοντα για να διαλύσει τα σκοτάδια; Τι είναι αυτός ο μαύρος καπνός που εξακοντίζεται στα ύψη; Τι είναι αυτές οι συχνές εκτυφλωτικές αστραπές που συνοδεύονται από τρομερές εκρήξεις, οι οποίες συγκλονίζουν το έδαφος; Τι είναι αυτός ο συνεχής πάταγος των δοκαριών που θρυμματίζονται και ξαναφουντώνουν κατά διαστήματα τη φωτιά; Τι είναι, τέλος πάντων, αυτή η θάλασσα της φωτιάς που καταυγάζει αυτό το αποτρόπαιο θέαμα; Αλίμονο!
Αυτό είναι μια ολάκερη πόλη, παρανάλωμα της φωτιάς. Αυτό είναι το Μεσολόγγι!
Τι θλιβερή εικόνα, μεγαλόπρεπη, επιβλητική και ταυτόχρονα φοβερή, που παρουσιάζει μια πόλη παραδομένη στις φλόγες! Πλησιάζουμε, διατρέχοντας την αριστερή πλευρά του αραβικού στρατοπέδου. Αλίμονο! Το άλογο σταματάει χρεμετίζει και ξεφυσάει! Ακόμη και τα ζώα νιώθουν φρίκη μπροστά στο θέαμα της καταστροφής και της θανάτωσης τόσων ανθρώπων, Χλιμιντρίζει από πόνο!
Ω! Τι μεγάλη έκταση γης είναι σκεπασμένη από ακρωτηριασμένα άψυχα κορμιά κάθε ηλικίας! Εδώ, ένας άντρας πεσμένος στη γη, βουτηγμένος στο αίμα με τα δασιά μαλλιά του ανάκατα, με τα γκρίζα μουστάκια του παγωμένα, με ένα νέο παιδί στο πλευρό του, που μόλις διακρίνεται το πρώτο χνούδι στο σαγόνι του! Είναι ένας πατέρας, θύμα της πατρικής αγάπης και του πατριωτισμού του.
Εκεί, μια ομάδα ανδρών, γυναικών, παιδιών. Είναι μια ολόκληρη οικογένεια που θερίστηκε από τα πυρά μιας ομοβροντίας! Την ίδια στιγμή διάβηκαν στο βασίλειο του θανάτου και σου προξενούν το βαθύ αίσθημα της συμπόνιας!
Ω! Ένας Αιγύπτιος γρεναδιέρος νεκρός, πλάι σ' ένα νεαρό ζευγάρι. Ένα παλικάρι που κρατά σφιχτά από το χέρι μια κοπέλα, ντυμένη με μεταξωτή πουκαμίσα. Έπεσε υπερασπίζοντάς την από τον επίδοξο Άραβα απαγωγέα της. Προτίμησε να πεθάνει παρά να υποκύψει. Βλέποντάς τον, με το υπερήφανο μάτι του προσηλωμένο σε αυτήν, έρχεται στο μυαλό σου η ιστορία του Βιρτζίνιους Γκρέσος ή σου επιβάλλει ακόμα να σεβαστείς την πράξη του. Η νέα γυναίκα έχει μια εκτεταμένη πληγή στο μισόγυμνο στήθος της. Αυτή πέθανε πρώτη και είχε την ικανοποίηση να δείξει στον σύντροφο της μέσα από το τραύμα της μια καρδιά αμόλυντη, η οποία φλεγόταν από την πιο αγνή αγάπη γι' αυτόν.
Το αυτί αφουγκράζεται τώρα ένα κλαψούρισμα και το μάτι αποκαλύπτει-μια μητέρα νεκρή, με την όψη της στραμμένη στον ουρανό, σαν να τον ικετεύει την ύστατη στιγμή. Ακόμα κρατά σφιχτά στα ξυλιασμένα της χέρια ένα μωρό με σγουρά ξανθά μαλλιά, που ωστόσο είναι ζωντανό και προσπαθεί να βυζάξει το αλαβάστρινο στήθος της. Ο θάνατος σεβάστηκε την αθωότητα! Θέαμα αποτρόπαιο αλλά συνάμα και τρυφερό.
Ιδού και το σημείο που έγινε η τρομερή έφοδος. Φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό των σκοτωμένων Αράβων που φορούσαν κόκκινα ταρπούσια και έπεσαν νεκροί κάτω από τα απεγνωσμένα πλήγματα των εξοδιτών. Βλέποντας κανείς την περιοχή αυτήν από κάποια απόσταση, νομίζει ότι αντικρίζει ένα λιβάδι σπαρμένο με παπαρούνες.
Ω! Πώς όλοι τους κοιμούνται τώρα τον αιώνιο ύπνο σαν φίλοι, οι μεν δίπλα στους δε, οι οπαδοί του Ισλαμισμού πλάι σ' αυτούς του Χριστιανισμού!
Ας στρέψουμε, όμως, τώρα την προσοχή μας στα χαρακώματα. Τα θύματα είναι αναρίθμητα, στοιβαγμένα σε σωρούς και η λάσπη έχει καλύψει τα χαρακτηριστικά τους, σε βαθμό που είναι δύσκολο να διακρίνεις το πρόσωπο, το φύλο και την κοινωνική τους θέση. Ωστόσο, από τα λευκά σεβάσμια γένια του αναγνωρίζεις τον αρχιερέα της άτυχης πόλης. Αυτός παρέδωσε το πνεύμα, ενώ έδινε κουράγιο στους αγαπημένους του πιστούς.
Η Ερειπωμένη Πόλη
Το μεσημέρι μπαίνουμε μέσα στην πόλη. Αψηφούμε την αποπνικτική ζέστη και ανεβαίνουμε στα τείχη. Τι αδύνατες οχυρώσεις! Τι απαρχαιωμένο πυροβολικό! Τι ασήμαντη θέση! Και όμως στάθηκε απόρθητη. Μια διπλή σειρά από σπαρτιατικά στήθη υποκαθιστούσαν τις ασθενείς αμυντικές οργανώσεις.
Τι καταθλιπτική μοναξιά, όπου δεν ακούγεται παρά μόνο το κροτάλισμα από τις φλόγες, καθώς και ο αντίλαλος στα τείχη από την κατάρρευση των σπιτιών! Κάθε τόσο διασταυρώνονταν στους δρόμους περιπολίες Αράβων λαφυραγωγών. Φορώντας στα πόδια τα μαρκούμπ, έμοιαζαν με ληστές της νύκτας και δεν τάραζαν καθόλου τη σιωπή. Τα σπίτια συνέχιζαν να καίγονται αλλά οι φλόγες τους ξεθώριαζαν κάτω από το φως του ήλιου. Ωστόσο ήταν δύσκολο να διακρίνεις στα σπίτια, που καταβρόχθιζε η φωτιά, τα καταστροφικά ίχνη του πυροβολικού. Εδώ κι εκεί είχαν δημιουργηθεί βαθιοί κρατήρες από τις μπάλες των κανονιών, σαν να είχαν ξεριζωθεί πελώρια δένδρα.
Είχαν πλημμυρίσει από τη νυκτερινή νεροποντή και από τα στεκούμενα νερά αναδυόταν ένας αχνός σαν καταχνιά. Φριχτές αναθυμιάσεις διαχέονταν στην ατμόσφαιρα από τα πτώματα, που έμεναν άταφα κατά τις τελευταίες μέρες της πολιορκίας.
Ο αριθμός των λάκκων που διακρινόταν στη γυμνή έκταση, ανάμεσα στους καταυλισμούς των αγωνιστών δίπλα στα τείχη και στα πρώτα σπίτια της πόλης, μαρτυρούσε τον τεράστιο αριθμό των βλημάτων που είχε πέσει στο Μεσολόγγι και ο οποίος σε υποχρέωνε σε κάθε βήμα να παραμερίζεις. Σε αυτόν ακριβώς τον χώρο οι αμυνόμενοι αποφάσισαν να πεθάνουν, αντί να παραδώσουν την πόλη και να καταθέσουν τα όπλα. Σε φιλώ ω γη, ποτισμένη με αίμα από αυτούς που μαρτύρησαν για τη θρησκεία και την αγάπη για την πατρίδα!
Σε λιγότερο από μια ώρα περιδιάβασα την πόλη, τουλάχιστον τους κύριους και πιο φαρδείς δρόμους. Πόσα σπίτια ερειπωμένα, στέγες γκρεμισμένες, τοίχοι διάτρητοι από βλήματα! Τα πάντα σκέπαζε η μελαγχολία και η δυστυχία. Οι δρόμοι κακά χαραγμένοι, οι κατοικίες ακανόνιστα χτισμένες και ανομοιόμορφα οικοδομημένες, καμιά συμμετρία δεν υπήρχε που να ευχαριστεί τη θέα, καμιά στοά κάτω από τα σπίτια, κανένα δημόσιο μνημείο, καμιά έστω και στοιχειώδης αρχιτεκτονική γραμμή. Τίποτα που να μαρτυράει έναν λαό που αγαπάει τις καλές τέχνες!
Και όμως, γνωρίζοντας τα απαράμιλλα μνημεία των ένδοξων προγόνων τους, δεν δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς ότι η ζοφερή αυτή εικόνα είναι απόρροια των θηριωδιών που διέπραξαν σε βάρος τους για αιώνες οι Οσμανλήδες.
Ας σταθούμε τώρα για λίγο σε αυτόν το δρόμο. Εδώ η ατμόσφαιρα είναι λιγότερο αποπνικτική. Η αύρα από τη γειτονική θάλασσα ανανεώνει την ατμόσφαιρα. Και να ένα σπίτι απομονωμένο, που γλίτωσε από τη φωτιά και τις βόμβες!
Ένας μαντρότοιχος περιβάλλει την αυλή και τον κήπο. Είναι γοτθικής αρχιτεκτονικής αλλά χονδροειδούς κατασκευής. Ένα μέτριο σπίτι σε κάποιο χωριό του πολιτισμένου κόσμου, συγκρινόμενο θα ήταν καλύτερο. Αλλά είναι κατασκευή σε μια πόλη που βρισκόταν κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ανήκε προφανώς σε κάποιον εύπορο κάτοικο. Μπαίνουμε για να δούμε το μοναδικό διαμέρισμα. Η θλίψη και ο ζόφος μας καθηλώνουν. Στους τοίχους ήταν κάποτε ζωγραφισμένα διάφορα θέματα χωρίς ιδιαίτερη σημασία, αλλά τώρα είναι ξεθωριασμένα από την κάπνα και τον χρόνο. Διακρίνονται, ωστόσο, από αυτά μια ψαρόβαρκα, μια βόμβα τη στιγμή της έκρηξης (μακάβρια έμπνευση), ένα παλικάρι στη σκοπιά... Μήπως ήταν ένας μικρός στρατώνας; Όμως, μια επιγραφή που δεν ήταν στα ελληνικά τραβάει την προσοχή μας! Διαβάζουμε... Ω! Τι σημαίνουν αυτά τα γράμματα... Εδώ ήταν η τελευταία διαμονή του φιλέλληνα βάρδου της Αλβιόνας.
Η ώρα προχωρούσε, η περιέργεια είχε ικανοποιηθεί. Αποχωρούμε από έναν τόπο που ανέδιδε το πνεύμα της απογοήτευσης και του τρόμου.
Το Σκλαβοπάζαρο
Με τη νυχτερινή έξοδο, τη σφαγή στον κάμπο και τη μέχρι αυτοθυσίας αντίσταση μέσα στο Μεσολόγγι, τελείωσε η πρώτη φάση του ολέθρου και άρχισε η σκοτεινή τραγωδία των γυναικόπαιδων. Την άλλη κιόλας μέρα στήθηκε σκλαβοπάζαρο. Θα το επισκεφθεί ο γνωστός μας πλέον Ιταλός γιατρός Nuzzo Mauro. Η αγοραπωλησία γινόταν στο στρατόπεδο του Κιουταχή, σε απόσταση ενός μιλίου από τους καταυλισμούς των Αράβων. Είδε μια ατέλειωτη φάλαγγα από γυναίκες και παιδιά να οδηγούνται στη δουλαγορά και διηγείται:
Ήταν τόπος πόνου και απελπισίας. Εκεί εξεταζόταν το ανθρώπινο εμπόρευμα σε όλα τα σημεία του σώματος, ακόμα και στα απόκρυφα, πριν καθοριστεί η τιμή. Ο αγοραστής πασπάτευε το εμπόρευμα για να βεβαιωθεί για την ποιότητα της σάρκας. Αν του άρεσε το εμπόρευμα πλήρωνε και το έπαιρνε. Έτσι η αδελφή χωριζόταν από τον αδερφό και το παιδί από τη μητέρα. Τα παιδιά αρπάζονταν δυνατά από τα φορέματά τους. Ο αγοραστής έπαιρνε βίαια τη μάνα και ένας άλλος το παιδί. Με τα μάτια στεγνά πια από τα δάκρυα η μητέρα, αγκομαχώντας από την εξάντληση, το φόβο και την κακομεταχείριση, έβλεπε με ένα πνιχτό λυγμό το παιδί της που έκλαιγε απελπισμένα. Μια όμορφη Μεσολογγιτισσα αγοράσθηκε ακριβά για να ξαναπουληθεί σε κάποιο μπέη. Δεν ήταν σπάνιο να πουληθεί μια αιχμάλωτη τέσσερις και πέντε φορές την ίδια μέρα σε τέσσερες ή πέντε αγοραστές, που αφού ικανοποιούσαν τις ιδιοτροπίες τους, την ξαναπουλούσαν με κέρδος.
Όσο για τις τιμές, μια γυναίκα αγοραζόταν όσο ένα άλογο, ένα όμορφο αγόρι σε διπλή ή τριπλή τιμή. Τις γριές και τις άσχημες τις πουλούσαν σε ευτελείς τιμές. Και όταν οι βάρβαροι στρατιώτες δεν έβρισκαν αγοραστή, τις σκότωναν μερικές φορές για διασκέδαση και για να δείξουν την δεξιοτεχνία τους στον αποκεφαλισμό με ένα μόνο χτύπημα του σπαθιού.
Επίλογος
Φεύγοντας ο νεαρός γιατρός από την κατεστραμμένη πόλη και κλείνοντας το οδοιπορικό του, θα αναφωνήσει συντετριμμένος:
Addio, addio per sempre città infelice, culla di Eroi, ma abisso d’ infortunio, e di desolazione.
(Αντίο, αντίο για πάντα άτυχη πόλη, λίκνον ηρώων, αλλά άβυσσος δυστυχίας και ερήμωσης).
15/02/2019 Μεσολογγι - Σπύρος Αποστολόπουλος