Η απόφαση

‘’...Bλέποντες τόν εαυτόν μας, τό στράτευμα καί τούς πολίτας, εν γένει μικρούς καί μεγάλους παρ ελπίδα εστερημένους από όλα τά κατεπείγοντα αναγκαία τής ζωής πρό 40 ημέρας καί ότι επληρώσαμεν τά χρέη μας ως πιστοί στρατιώται τής πατρίδος εις στενήν πολιορκίαν ταύτην καί ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τούς δρόμους όλοι.. Θεωρούντες εκ τού άλλου ότι μάς εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας καί προμηθείας τόσον από τήν θάλασσαν καθώς καί από τήν ξηράν, ώστε νά δυνηθώμεν νά βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί τού εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: H έξοδος μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Aπριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Bαϊων, κατά τό εξής σχέδιον, ή ελθη ή δέν έλθη βοήθεια...

Eν Mισολογγίω 10 Aπριλίου 1826.‘’

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2019

Η Καταστροφή του Μεσολογγίου (LaRuine de Missolonghi )

O Αλφόνσο Νούτσο Μάουρο (Alfonso Nuzzo Mauro) υπήρξε γιατρός του Ιμπραήμ που παρακολούθησε από κοντά την εξέλιξη της πολιορκίας του Μεσολογγίου  και ιδίως την τελευταία φάση και κατέγραψε με αρκε­τές λεπτομέρειες τα κυριότερα από τα συ­γκλονιστικά συμβάντα που υπέπεσαν στην αντίληψη του, όπως και αυτά που πληρο­φορήθηκε από αφηγήσεις αιχμαλώτων. Κατόπιν, όταν επέστρεψε στην Ιταλία, εξέ­δωσε στη Νάπολι το 1830 συνοπτικό χρο­νικό ανωνύμως "ως αυτόπτης μάρτυρας" (testimonio oculare) στην ιταλική γλώσσα, που περιλαμβάνει δύο μέρη: την κατα­στροφή του Μεσολογγίου (La Ruine de Missolonghi ) και τη σκλάβα του παζαριού.

Στο κείμενο που ακολουθεί του αντιστράτηγου ε.α. Νικολάου Κολόμβα παρουσιάζεται η μετάφραση αυτής της έκδοσης . 

 Η Καταστροφή του Μεσολογγίου
( Μέσα από την αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα )

Πρόλογος Μεταφραστή
Στα χρόνια της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας, κατά την τελευταία πολιορκία του Μεσολογγίου (15 Απρι­λίου 1825 -10 Απριλίου 1826) και τη δεύτε­ρη περίοδο των επιχειρήσεων (12 Δεκεμ­βρίου 1825 - 10 Απριλίου 1826), συνέπρα­ξαν με τις ορδές του Τούρκου σερασκέρη Ρεσίτ πασά (Κιουταχή) και τα στρατεύματα του Αιγυπτίου Ιμπραήμ πασά. Σε αυτά συμ­μετείχε μικρό υγειονομικό σώμα, επαν­δρωμένο κυρίως από μισθοφόρους νεα­ρούς Ιταλούς γιατρούς, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν και ο Αλφόνσο Νούτσο Μάουρο. Ο Μάουρο παρακολούθησε από κοντά την εξέλιξη της πολιορκίας και ιδίως την τελευταία φάση, την Έξοδο των πολιορκημένων, τα διατρέξαντα μέσα στην πόλη, καθώς και το σκλαβοπάζαρο και κατέγραψε με αρκε­τές λεπτομέρειες τα κυριότερα από τα συ­γκλονιστικά συμβάντα που υπέπεσαν στην αντίληψη του, όπως και αυτά που πληρο­φορήθηκε από αφηγήσεις αιχμαλώτων. Κατόπιν, όταν επέστρεψε στην Ιταλία, εξέ­δωσε στη Νάπολι το 1830 συνοπτικό χρο­νικό ανωνύμως "ως αυτόπτης μάρτυρας" (testimonio oculare) στην ιταλική γλώσσα, που περιλαμβάνει δύο μέρη: την κατα­στροφή του Μεσολογγίου και τη σκλάβα του παζαριού. Αργότερα κυκλοφόρησε ε­πωνύμως στο Παρίσι, στη γαλλική γλώσσα, το χρονικό αυτό πιο διευρυμένο (La Ruine de Missolonghi, Temoin oculaire, Paris, 1836. Alfonso Nuzzo Mauro), του οποίου κατ’ επι­λογήν αποσπάσματα χρησιμοποίησαν ο Φάνης Μιχαλόπουλος ("Οι τελευταίες στιγμές του Μεσολογγίου", Αθήναι, 1957) και ο Κυριάκος Σιμόπουλος ("Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του 21", τ. 5ος, Αθήνα, 1984). Πρόκειται, γενικά, για ένα συγκινη­τικό και ευαίσθητο κείμενο, αλλά και ιστο­ρικό ντοκουμέντο, που δημιουργεί την ε­ντύπωση ότι ο Ιταλός γιατρός, αισθανόμενος προφανώς τύψεις για τη συμμετοχή του ως μισθοφόρος σε αυτήν την ανίερη εκστρατεία στο πλευρό των αλλοθρήσκων Οθωμανών και προσπαθώντας κατά κάποι­ον τρόπο να εξιλεωθεί, εξιστορεί με πόνο ψυχής τα τρομερά γεγονότα, των οποίων υπήρξε ακούσιος συνεργός και αυτόπτης μάρτυρας. Η ιταλική έκδοση του 1830, κα­τά το μέρος που αφορά την "Καταστροφή του Μεσολογγίου", παρουσιάζεται για πρώτη φορά μεταφρασμένη αυτοτελώς και χωρίς περικοπές, με τις απαραίτητες διευκρινιστικές σημειώσεις. Αυθεντικό α­ντίγραφο της παραπάνω σπάνιας έκδοσης αποκτήθηκε πρόσφατα και φυλάσσεται στην "Πινακοθήκη Σύγχρονης Τέχνης Αι­τωλοακαρνανίας" Χρήστου και Σοφίας Μοσχανδρέου στην Ιερή Πόλη του Μεσολογ­γίου: Ακολουθεί η μετάφραση του κειμέ­νου.

Εισαγωγή Συγγραφέα
Ενώ οι πολεμοχαρείς Άραβες ήταν συγκε­ντρωμένοι γύρω από τις φωτιές που είχαν ετοιμάσει για να ψήσουν την πίττα τους και να μαγειρέψουν τη μανέστρα τους με τα χόρτα  και ενώ οι μπέηδες και οι αγά­δες και οι άλλοι αξιωματούχοι κάθο­νταν στο λιτό τους τραπέζι, ο αρχηγός τους Ιμπραήμ πασάς, ξαπλωμένος στο μα­λακό του ντιβάνι αποζητούσε την ανάπαυ­ση μετά τις ταλαιπωρίες της ημέρας.

Διακατεχόταν από έντονο εκνευρισμό και στριφογύριζαν στο μυαλό του τα σχέ­δια για τις μελλοντικές πολεμικές επιχει­ρήσεις, ενώ κουνώντας απειλητικά το δά­κτυλο του ήταν σαν να διέγραφε από το βι­βλίο των ζωντανών τον πληθυσμό του Με­σολογγίου και φοβέριζε με εξόντωση μια ατρόμητη και γενναία φρουρά, η οποία έ­χοντας μέχρι τώρα ματαιώσει τα απάνθρω­πα σχέδιά του καταστροφής και εκδίκη­σης, ανυπόμονη προετοιμαζόταν για να ε­πιχειρήσει την ύστατη προσπάθεια προς τη σωτηρία. Ο θάνατος απλωνόταν στον α­έρα πάνω από την καταδικασμένη πόλη και μετρούσε χαιρέκακα με τα σκελετωμέ­να δάκτυλά του τα πολυάριθμα θύματά του.

Μόλις τα πέπλα της νύκτας τη δεύτε­ρη ημέρα είχαν σκεπάσει την όψη της γης και ο αποσπερίτης έριχνε το φως του προς το Μεσολόγγι, ξαφνικά ένας ανεμο­στρόβιλος κάλυψε τον ορίζοντα με μαύρα σύννεφα, που σχιζόταν από αδιάκοπες α­στραπές, χύνοντας καταρρακτώδεις βρό­χινες ριπές.

Και ήλθε η μοιραία ώρα να συνεδριά­σει το τραγικό συμβούλιο. Το Βασιλάδι είχε ήδη πέσει στα χέρια του εχθρού. Η στενή πολιορκία είχε επιβάλλει από μήνες μια άγρια πείνα και ο απλός λαός διατρε­φόταν με φύκια, τα οποία η θάλασσα ξέ­βραζε στις ακτές του Μεσολογγίου.

Ο οθωμανικός στόλος είχε κλείσει τις διόδους από τις οποίες περνούσαν εφόδια οι τολμηροί ναυτικοί από τα Ιόνια νησιά. Ωστόσο, η φρουρά δεν έκανε καμιά σκέψη για μια συνθηκολόγηση, η οποία θα την ατίμαζε στα μάτια της Ευρώπης και ήταν πανέτοιμη για την ύστατη αναμέτρηση.

Οι γενναίοι Σουλιώτες ήταν έτοιμοι από τα χαράματα, αναμένοντας την κατάλ­ληλη στιγμή για την ένδοξη και μοιραία Έ­ξοδο. Οι ατρόμητοι Μεσολογγίτες με το ένα χέρι κρατούσαν το τουφέκι και με το άλλο ήταν έτοιμοι να ανάψουν τον δαυλό που θα έβαζε φωτιά στο σπίτι τους, ενώ ταυτόχρονα έδιναν κουράγιο στην οικογέ­νειά τους, που ήταν συγκεντρωμένη τρι­γύρω τους, προσμένοντας ψύχραιμα το σύνθημα για την εξόρμηση.

Αραιές σκοπιές είχαν τοποθετηθεί αυ­τήν την ημέρα στις βορεινές τάπιες. Όλα ή­ταν σιωπηλά. Η αναταραχή, οι διάτορες κραυγές, οι υβριστικές προκλήσεις εί­χαν σταματήσει, όπως και οι εκτυφλωτικές λάμψεις των εκρήξεων και ο εκκωφαντι­κός κρότος των κανονιών. Η πόλη απ' έξω έμοιαζε με έναν τεράστιο σωρό ερειπίων, χωρίς ίχνος ζωντανής ψυχής.

Η θάλασσα, που την όριζε κατά τα δύο τρίτα, δεν παρουσίαζε πλέον κατά τη νύ­κτα τις φωσφορίζουσες ανταύγειές της, παρά μόνο ένα αδιαπέραστο και σκούρο δάσος από εχθρικά πλεούμενα. Σαν από σιωπηρή συναίνεση οι αγέρωχοι πολιορκητές είχαν σταματήσει να εκτοξεύουν τα φονικά πυρά των κανονιών τους. Η τρομε­ρή «Φατουμά» και ο θορυβώδης «Χατζή Μπεκήρ» έμεναν αδρανείς καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της ημέρας. Ο δαίμονας του πολέμου με το αιμόχαρο χαμόγελό του καραδοκούσε ηδονικά την άφθονη λεία, που θα 'πέφτε στα χέρια του με τη δύση του ήλιου.

Άτυχο και ένδοξο Μεσολόγγι! Εσύ που για πέντε ολόκληρα χρόνια κουρέλιασες το γόητρο του αλαζόνα Μουσουλμάνου! Εσύ που προτιμάς τον θάνατο από την ατί­μωση, εσύ τώρα δεν βλέπεις την επικείμε­νη σφαγή ενός μέρους των δικών σου αν­δρείων τέκνων και τη σκληρή δουλεία που περιμένει τα υπόλοιπα;

Η Έξοδος της Φρουράς
Οι άγρυπνοι Άραβες σκοποί αφου­γκράζονται τώρα τα βήματα των πρώτων γενναίων παλικαριών. Μόλις που πρόφθα­σαν να αδειάσουν τα όπλα τους και να δώ­σουν το σύνθημα συναγερμού στις κοντι­νές κανονιοστοιχίες, βρέθηκαν κάτω από τα γιαταγάνια των Ελλήνων, που δεν χρη­σιμοποιούν πια τουφέκια, αλλά σφάζουν ό­ποιον απαντήσουν στον δρόμο τους. Σαν τίγρεις τινάζονται και ρίχνονται μ' ένα πνι­χτό μουγκρητό πάνω στους εχθρούς που κατέφθαναν μιλιούνια.

Τα τύμπανα καλούν τους στρατιώτες στα όπλα.

Τα τμήματα κινούνται. Οι μουσουλμά­νοι Αλβανοί στο στρατόπεδο του Κιουταχή, που πρόσφατα είχαν αποστατήσει από τη χριστιανική θρησκεία, τρέχουν γρήγο­ρα να ενταχθούν στις γραμμές τους, πα­ρακινούμενοι τόσο από την ιδέα της λείας, όσο και από το μίσος της θρησκείας. Σαν άγρια θηρία δεν ζούσαν παρά μόνο με τη σκέψη της λαφυραγώγησης και το πάθος της εξόντωσης των παλαιών ομοθρήσκων τους. Στο μεταξύ τα αραβικά τάγματα προχωρούν με σχηματισμούς εφόδου. Τα πρόσωπα των ανδρών λάμπουν από μια ά­γρια χαρά που πλησιάζουν στη στιγμή, την οποία τόσο καιρό πρόσμεναν για να εκδι­κηθούν για τις συνεχείς προσβολές, για τις συχνές οχλήσεις από αυτούς, οι οποίοι μολονότι πέθαιναν στα χαντάκια της πό­λης, με τις πράξεις τους εξόργιζαν τον Ιμπραήμ, τον αδιαφιλονίκητο κυρίαρχο της ερήμου.

Η φωνή των επικεφαλής των τουρκο-αιγυπτιακών τμημάτων ανακόπτει την προχώρησή τους. Οι στοίχοι τους ανοί­γουν σκόπιμα για να αφήσουν ελεύθερη δίοδο στους τολμηρούς εξερχόμενους. Ε­πιδέξιοι ελιγμοί επιβάλλουν στους στρα­τιώτες να σταθούν μακριά από τα ορύγμα­τα που ήταν απέναντι από τα σημεία της Ε­ξόδου. Ταυτόχρονα εφεδρικά τάγματα σκαρφαλώνουν στα αφύλαχτα πλέον τείχη στη δυτική πλευρά.

Οι Μεσολογγίτες, αφού υπονόμευσαν τα κατάλληλα σπίτια, εξέρχονταν μαζι­κά, γέροντες, νέοι, παιδιά, γυναίκες ξοπίσω απ' τους άνδρες τους, αρραβωνιαστικιές πιασμένες χέρι - χέρι με τους μέλλο­ντες συζύγους τους, μητέρες που μετέφε­ραν λίγα χρειώδη.

Όλοι προσπαθούσαν ασθμαίνοντας να ακολουθήσουν τους πυκνούς σχηματι­σμούς των παλικαριών και των Σουλιωτών.

Άτυχοι σταματήστε! Ο εχθρός επίτη­δες άνοιξε τις γραμμές του για να σας ο­δηγήσει πιο εύκολα στον θάνατο! Την ίδια στιγμή ο αδιάκοπος κρότος των τουφε­κιών προαναγγέλλει την εξόντωση των εξοδιτών. Όλα τα πυροβόλα σκορπούν αδιά­κριτα τον θάνατο. Σαν το δρεπάνι του επι­δέξιου θεριστή που θερίζει τα στάχια του σταριού,, έτσι και τα φονικά βόλια κόβουν το νήμα της ζωής εκατοντάδων ηρώων και αμέτρητων άοπλων θυμάτων.

Οι πεισματάρηδες Σουλιώτες πολεμι­στές κάνουν μάταιες προσπάθειες. Με την αριθμητική τους δύναμη οι γενναίοι αυτοί άνδρες έγιναν για λίγο ασπίδα, πριν πέσουν πρώτοι αυτοί νεκροί κάτω από τα κοντινά καταιγιστικά πυρά του εχθρού. Οι κολώνες των εξοδιτών σταματούν και υπο­χρεώνονται να αλλάξουν πορεία και να στραφούν προς τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης σειράς των χαρακωμάτων. Εκεί η σφαγή είναι τρο­μερή. Ο αφανισμός των αποδιοργανωμέ­νων Μεσολογγιτών είναι πλήρης. Κάθε τουφεκιά κι ένα θύμα. Σε λιγότερο από μια ώρα τα χαντάκια γεμίζουν πτώματα από τους πιο θαρραλέους που τόλμησαν να ορμήσουν για να σκαρφαλώσουν στην α­ντίθετη όχθη, αψηφώντας τα εμπόδια που είχαν τοποθετηθεί από τις πυκνές τάξεις του εχθρού.

Το υπόλοιπο πλήθος, βαδίζοντας αναστατωμένο, φθάνει στον δρόμο της ανατολικής πύλης, που περικλειόταν δεξιά από τη λιμνοθάλασσα και αριστερά από τα έλη. Εκεί  γίνεται το τελευταίο μακελειό. Οι γυναίκες και τα παιδιά γυρίζουν πίσω προς τη θάλασσα. Άλλοι, οι πιο τολμηροί, ρίχνονται προς την ελώδη περιοχή, περ­νώντας κάτω από τις μπούκες των κανο­νιών, σύρριζα από τα παραπέτα τους.

Αλίμονο! Από δεκατέσσερις χιλιάδες κατοίκους που βγήκαν πριν από μια ώρα από τα τείχη, οι μισοί δεν μπόρεσαν να συ­νεχίσουν τον δρόμο τους. Όλες σχε­δόν οι γυναίκες, που γλίτωσαν τον θάνατο, παραμέρισαν, για να δώσουν την ευχέρεια στους άνδρες τους να μάχονται απερίσπα­στοι για να μπορέσουν να σωθούν. Αυ­τές με μια ενστικτώδη κίνηση κατευθύνο­νται προς το βαλτωμένο ακρογιάλι και τα ξημερώματα πέφτουν λεία στα χέρια του άπληστου νικητή.

Οι Μεσολογγίτες και οι Σουλιώτες, τώ­ρα, πετούν τα ντουφέκια, άχρηστα πλέον , πίσω τους, βγάζουν τα γιαταγάνια και με φωνή που την πολλαπλασίαζε η από­γνωση κραυγάζουν «έμπροσθεν, έμπρο­σθεν» (Emprosten, emprosten). Στην απροσ­δόκητη και τρομερή ορμητικότητά τους οι Άραβες που πυροβολούσαν απέναντί τους κλονίζονται. Πάνω από τριακόσιοι Άραβες ξαπλώθηκαν νεκροί στην πρώτη επίθεση, ενώ οι άλλοι υποχώρησαν, χωρίς ωστόσο να διασπασθεί η παράταξή τους. Στο μετα­ξύ οι Μεσολογγίτες κερδίζουν τόσο χώρο, που τους επιτρέπει να διασχίσουν μια διαγώνιο σχεδόν δύο μίλια μέχρι τον Εύηνο.

Ο Αιγύπτιος αρχηγός με χίλιους δια­λεγμένους ιππείς περίμενε το υπόλοιπο των άτυχων εξοδιτών και τους κατεδίωξε κατά την επίπονη πορεία τους μέχρι τις ό­χθες του ποταμού. Στο σημείο αυτό έγινε τρομερή σφαγή και η κοίτη του γέμισε από θύματα.

Πολλοί, ελπίζοντας να βρουν ένα εύκολο πέρασμα στον ποταμό, βρήκαν τον θάνατο και άλλοι έπεσαν κάτω από τα τουρκικά γιαταγάνια.

Μερικές εκατοντάδες άνδρες και ανάμεσα τους αρκετές θαρραλέες γυναίκες άνοιξαν τελικά δρόμο και κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στο βουνό και να σωθούν. Εκείνη τη στιγμή η καταιγίδα κόπασε, τα σύννεφα απομακρύνθηκαν και ολόκληρο το φεγγάρι με τον δίσκο του έριχνε τον απαίσιο φωτισμό του πάνω στην εκτεταμένη πεδιάδα του Μεσολογγίου, την ποτισμένη με αίμα και διάσπαρτη από πτώματα.

Η Σφαγή στον Κάμπο

­Τί είναι αυτές οι μάζες της φωτιάς που ορμάνε και στριγγλίζουν και οι οποίες υ­ψώνονται από διάφορα σημεία μέχρι τ' α­στέρια, προσπαθώντας να αντιταχθούν στο φως του ήλιου που ανατέλλει στον ο­ρίζοντα για να διαλύσει τα σκοτάδια; Τι εί­ναι αυτός ο μαύρος καπνός που εξακοντίζεται στα ύψη; Τι είναι αυτές οι συχνές ε­κτυφλωτικές αστραπές που συνοδεύονται από τρομερές εκρήξεις, οι οποίες συγκλο­νίζουν το έδαφος; Τι είναι αυτός ο συνε­χής πάταγος των δοκαριών που θρυμματί­ζονται και ξαναφουντώνουν κατά διαστή­ματα τη φωτιά; Τι είναι, τέλος πάντων, αυ­τή η θάλασσα της φωτιάς που καταυγάζει αυτό το αποτρόπαιο θέαμα; Αλίμονο!

Αυτό είναι μια ολάκερη πόλη, παρανά­λωμα της φωτιάς. Αυτό είναι το Μεσολόγ­γι!

Τι θλιβερή εικόνα, μεγαλόπρεπη, επιβλητική και ταυτόχρονα φοβερή, που πα­ρουσιάζει μια πόλη παραδομένη στις φλό­γες! Πλησιάζουμε, διατρέχοντας την αρι­στερή πλευρά του αραβικού στρατοπέδου. Αλίμονο! Το άλογο σταματάει χρεμετίζει και ξεφυσάει! Ακόμη και τα ζώα νιώ­θουν φρίκη μπροστά στο θέαμα της κατα­στροφής και της θανάτωσης τόσων αν­θρώπων, Χλιμιντρίζει από πόνο!

Ω! Τι μεγάλη έκταση γης είναι σκεπασμένη από ακρωτηριασμένα άψυχα κορμιά κάθε ηλικίας! Εδώ, ένας άντρας πεσμένος στη γη, βουτηγμένος στο αίμα με τα δασιά μαλλιά του ανάκατα, με τα γκρίζα μουστάκια του παγωμένα, με ένα νέο παιδί στο πλευρό του, που μόλις διακρίνεται το πρώτο χνούδι στο σαγόνι του! Είναι ένας πατέρας, θύμα της πατρικής αγάπης και του πατριωτισμού του.

Εκεί, μια ομάδα ανδρών, γυναικών, παιδιών. Είναι μια ολόκληρη οικογένεια που θερίστηκε από τα πυρά μιας ομοβροντίας! Την ίδια στιγμή διάβηκαν στο βασί­λειο του θανάτου και σου προξενούν το βαθύ αίσθημα της συμπόνιας!

Ω! Ένας Αιγύπτιος γρεναδιέρος νε­κρός, πλάι σ' ένα νεαρό ζευγάρι. Ένα παλι­κάρι που κρατά σφιχτά από το χέρι μια κο­πέλα, ντυμένη με μεταξωτή πουκαμίσα. Έπεσε υπερασπίζοντάς την από τον επίδοξο Άραβα απαγωγέα της. Προτίμησε να πεθάνει παρά να υποκύψει. Βλέποντάς τον, με το υπερήφανο μάτι του προσηλω­μένο σε αυτήν, έρχεται στο μυαλό σου η ι­στορία του Βιρτζίνιους Γκρέσος ή σου επιβάλλει ακόμα να σεβαστείς την πράξη του. Η νέα γυναίκα έχει μια εκτεταμένη πληγή στο μισόγυμνο στήθος της. Αυτή πέθανε πρώτη και είχε την ικανοποίηση να δείξει στον σύντροφο της μέσα από το τραύμα της μια καρδιά αμόλυντη, η οποία φλεγόταν από την πιο αγνή αγάπη γι' αυ­τόν.

Το αυτί αφουγκράζεται τώρα ένα κλαψούρισμα και το μάτι αποκαλύπτει-μια μη­τέρα νεκρή, με την όψη της στραμμένη στον ουρανό, σαν να τον ικετεύει την ύ­στατη στιγμή. Ακόμα κρατά σφιχτά στα ξυ­λιασμένα της χέρια ένα μωρό με σγουρά ξανθά μαλλιά, που ωστόσο είναι ζωντανό και προσπαθεί να βυζάξει το αλαβά­στρινο στήθος της. Ο θάνατος σεβάστηκε την αθωότητα! Θέαμα αποτρόπαιο αλλά συνάμα και τρυφερό.

Ιδού και το σημείο που έγινε η τρομε­ρή έφοδος. Φαίνεται από τον μεγάλο αριθ­μό των σκοτωμένων Αράβων που φορού­σαν κόκκινα ταρπούσια και έπεσαν νε­κροί κάτω από τα απεγνωσμένα πλήγ­ματα των εξοδιτών. Βλέποντας κανείς την περιοχή αυτήν από κάποια απόσταση, νομί­ζει ότι αντικρίζει ένα λιβάδι σπαρμένο με παπαρούνες.

Ω! Πώς όλοι τους κοιμούνται τώρα τον αιώνιο ύπνο σαν φίλοι, οι μεν δίπλα στους δε, οι οπαδοί του Ισλαμισμού πλάι σ' αυ­τούς του Χριστιανισμού!

Ας στρέψουμε, όμως, τώρα την προσο­χή μας στα χαρακώματα. Τα θύματα είναι αναρίθμητα, στοιβαγμένα σε σωρούς και η λάσπη έχει καλύψει τα χαρακτηριστικά τους, σε βαθμό που είναι δύσκολο να δια­κρίνεις το πρόσωπο, το φύλο και την κοι­νωνική τους θέση. Ωστόσο, από τα λευκά σεβάσμια γένια του αναγνωρίζεις τον αρ­χιερέα της άτυχης πόλης. Αυτός πα­ρέδωσε το πνεύμα, ενώ έδινε κουράγιο στους αγαπημένους του πιστούς.

Η Ερειπωμένη Πόλη
Το μεσημέρι μπαίνουμε μέσα στην πό­λη. Αψηφούμε την αποπνικτική ζέστη και ανεβαίνουμε στα τείχη. Τι αδύνατες οχυ­ρώσεις! Τι απαρχαιωμένο πυροβολικό! Τι α­σήμαντη θέση! Και όμως στάθηκε απόρ­θητη. Μια διπλή σειρά από σπαρτιατικά στήθη υποκαθιστούσαν τις ασθενείς αμυντικές οργανώσεις.

Τι καταθλιπτική μοναξιά, όπου δεν α­κούγεται παρά μόνο το κροτάλισμα από τις φλόγες, καθώς και ο αντίλαλος στα τείχη από την κατάρρευση των σπιτιών! Κάθε τόσο διασταυρώνονταν στους δρόμους περιπολίες Αράβων λαφυραγωγών. Φορώ­ντας στα πόδια τα μαρκούμπ, έμοια­ζαν με ληστές της νύκτας και δεν τάραζαν καθόλου τη σιωπή. Τα σπίτια συνέχιζαν να καίγονται αλλά οι φλόγες τους ξεθώρια­ζαν κάτω από το φως του ήλιου. Ωστόσο ή­ταν δύσκολο να διακρίνεις στα σπίτια, που καταβρόχθιζε η φωτιά, τα καταστροφικά ί­χνη του πυροβολικού. Εδώ κι εκεί είχαν δημιουργηθεί βαθιοί κρατήρες από τις μπάλες των κανονιών, σαν να είχαν ξερι­ζωθεί πελώρια δένδρα.

Είχαν πλημμυρίσει από τη νυκτερινή νεροποντή και από τα στεκούμενα νερά α­ναδυόταν ένας αχνός σαν καταχνιά. Φρι­χτές αναθυμιάσεις διαχέονταν στην ατμό­σφαιρα από τα πτώματα, που έμεναν άτα­φα κατά τις τελευταίες μέρες της πολιορ­κίας.

Ο αριθμός των λάκκων που διακρινό­ταν στη γυμνή έκταση, ανάμεσα στους κα­ταυλισμούς των αγωνιστών δίπλα στα τεί­χη και στα πρώτα σπίτια της πόλης, μαρτυ­ρούσε τον τεράστιο αριθμό των βλημάτων που είχε πέσει στο Μεσολόγγι και ο οποί­ος σε υποχρέωνε σε κάθε βήμα να παρα­μερίζεις. Σε αυτόν ακριβώς τον χώρο οι α­μυνόμενοι αποφάσισαν να πεθάνουν, αντί να παραδώσουν την πόλη και να καταθέ­σουν τα όπλα. Σε φιλώ ω γη, ποτισμέ­νη με αίμα από αυτούς που μαρτύρησαν για τη θρησκεία και την αγάπη για την πα­τρίδα!

Σε λιγότερο από μια ώρα περιδιάβασα την πόλη, τουλάχιστον τους κύριους και πιο φαρδείς δρόμους. Πόσα σπίτια ερει­πωμένα, στέγες γκρεμισμένες, τοίχοι διά­τρητοι από βλήματα! Τα πάντα σκέπαζε η μελαγχολία και η δυστυχία. Οι δρόμοι κα­κά χαραγμένοι, οι κατοικίες ακανόνιστα χτισμένες και ανομοιόμορφα οικοδομημέ­νες, καμιά συμμετρία δεν υπήρχε που να ευχαριστεί τη θέα, καμιά στοά κάτω από τα σπίτια, κανένα δημόσιο μνημείο, καμιά έστω και στοιχειώδης αρχιτεκτονική γραμ­μή. Τίποτα που να μαρτυράει έναν λαό που αγαπάει τις καλές τέχνες!

Και όμως, γνωρίζοντας τα απαράμιλλα μνημεία των ένδοξων προγόνων τους, δεν δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς ότι η ζοφερή αυτή εικόνα είναι απόρροια των θηριω­διών που διέπραξαν σε βάρος τους για αι­ώνες οι Οσμανλήδες.

Ας σταθούμε τώρα για λίγο σε αυτόν το δρόμο. Εδώ η ατμόσφαιρα είναι λιγότε­ρο αποπνικτική. Η αύρα από τη γειτονική θάλασσα ανανεώνει την ατμόσφαιρα. Και να ένα σπίτι απομονωμένο, που γλίτωσε από τη φωτιά και τις βόμβες!

Ένας μαντρότοιχος περιβάλλει την αυ­λή και τον κήπο. Είναι γοτθικής αρχιτεκτο­νικής αλλά χονδροειδούς κατασκευής. Ένα μέτριο σπίτι σε κάποιο χωριό του πολι­τισμένου κόσμου, συγκρινόμενο θα ήταν καλύτερο. Αλλά είναι κατασκευή σε μια πόλη που βρισκόταν κάτω από τον τουρκι­κό ζυγό. Ανήκε προφανώς σε κάποιον εύ­πορο κάτοικο. Μπαίνουμε για να δούμε το μοναδικό διαμέρισμα. Η θλίψη και ο ζόφος μας καθηλώνουν. Στους τοίχους ήταν κά­ποτε ζωγραφισμένα διάφορα θέματα χω­ρίς ιδιαίτερη σημασία, αλλά τώρα είναι ξε­θωριασμένα από την κάπνα και τον χρόνο. Διακρίνονται, ωστόσο, από αυτά μια ψαρό­βαρκα, μια βόμβα τη στιγμή της έκρηξης (μακάβρια έμπνευση), ένα παλικάρι στη σκοπιά... Μήπως ήταν ένας μικρός στρα­τώνας; Όμως, μια επιγραφή που δεν ήταν στα ελληνικά τραβάει την προσοχή μας! Διαβάζουμε... Ω! Τι σημαίνουν αυτά τα γράμματα... Εδώ ήταν η τελευταία διαμο­νή του φιλέλληνα βάρδου της Αλβιόνας.

Η ώρα προχωρούσε, η περιέργεια είχε ικανοποιηθεί. Αποχωρούμε από έναν τόπο που ανέδιδε το πνεύμα της απογοήτευσης και του τρόμου.

 Το Σκλαβοπάζαρο
Με τη νυχτερινή έξοδο, τη σφαγή στον κάμπο και τη μέχρι αυτοθυσίας αντίσταση μέσα στο Μεσολόγγι, τελείωσε η πρώτη φάση του ολέθρου και άρχισε η σκοτεινή τραγωδία των γυναικόπαιδων. Την άλλη κιόλας μέρα στήθηκε σκλαβοπάζαρο. Θα το επισκεφθεί ο γνωστός μας πλέον Ιταλός γιατρός Nuzzo Mauro. Η αγοραπωλησία γινόταν στο στρατόπεδο του Κιουταχή, σε απόσταση ενός μιλίου από τους καταυλισμούς των Αράβων. Είδε μια ατέλειωτη φάλαγγα από γυναίκες και παιδιά να οδηγούνται στη δουλαγορά και διηγείται:

Ήταν τόπος πόνου και απελπισίας. Εκεί εξεταζόταν το ανθρώπινο εμπόρευμα σε όλα τα σημεία του σώματος, ακόμα και στα απόκρυφα, πριν καθοριστεί η τιμή. Ο αγοραστής πασπάτευε το εμπόρευμα για να βεβαιωθεί για την ποιότητα της σάρκας. Αν του άρεσε το εμπόρευμα πλήρωνε και το έπαιρνε. Έτσι η αδελφή χωριζόταν από τον αδερφό και το παιδί από τη μητέρα. Τα παιδιά αρπάζονταν δυνατά από τα φορέματά τους. Ο αγοραστής έπαιρνε βίαια τη μάνα και ένας άλλος το παιδί. Με τα μάτια στεγνά πια από τα δάκρυα η μητέρα, αγκομαχώντας από την εξάντληση, το φόβο και την κακομεταχείριση, έβλεπε με ένα πνιχτό λυγμό το παιδί της που έκλαιγε απελπισμένα. Μια όμορφη Μεσολογγιτισσα αγοράσθηκε ακριβά για να ξαναπουληθεί σε κάποιο μπέη. Δεν ήταν σπάνιο να πουληθεί μια αιχμάλωτη τέσσερις και πέντε φορές την ίδια μέρα σε τέσσερες ή πέντε αγοραστές, που αφού ικανοποιούσαν τις ιδιοτροπίες τους, την ξαναπουλούσαν με κέρδος.

Όσο για τις τιμές, μια γυναίκα αγοραζόταν όσο ένα άλογο, ένα όμορφο αγόρι σε διπλή ή τριπλή τιμή. Τις γριές και τις άσχημες τις πουλούσαν σε ευτελείς τιμές. Και όταν οι βάρβαροι στρατιώτες δεν έβρισκαν αγοραστή, τις σκότωναν μερικές φορές για διασκέδαση και για να δείξουν την δεξιοτεχνία τους στον αποκεφαλισμό με ένα μόνο χτύπημα του σπαθιού.

Επίλογος
Φεύγοντας ο νεαρός γιατρός από την κατεστραμμένη πόλη και κλείνοντας το οδοιπορικό του, θα αναφωνήσει συντετριμμένος:

Addio, addio per sempre città infelice, culla di Eroi, ma abisso d’ infortunio, e di desolazione.

(Αντίο, αντίο για πάντα άτυχη πόλη, λίκνον ηρώων, αλλά άβυσσος δυστυχίας και ερήμωσης).

15/02/2019 Μεσολογγι - Σπύρος Αποστολόπουλος

‘’ Οι δε Μεσολογγίται εις όλον το διάστημα της πολιορκίας έδωκαν άπειρα δείγματα της καρτερίας και γενναιοψυχίας των , διότι ήταν εκ των πρώτων, όπου να ριψοκινδυνεύουν , οι πρώτοι εις τας μάχας και όπου ηρίστευον ελάμβαναν μόνοι σχεδόν και πάντοντε μέρος εις τας εξόδους , αφήνοντες κατά ταύτας τους πλειότερους νεκρούς και επέστρεφαν με τους περισσότερους τραυματίας. Εφύλαττον δε πάντοτε τας πλέον επικινδύνους θέσεις και ως πυροβολισταί εις τα κανονοστάσια και με τα τουφέκια εστέκοντο εις τας επάλξεις ’’ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ

'' Ζαρκαδοπαφίλια έλεγε τους Βαλτινούς γιατί φορούσανε πολλά και πλούσια αργυροχρυσωμένα στολίδια (χα’ι’μαλία , τσαπράζια , γατζούδια και τοκάδες) στα στήθια , στα ποδάρια , στο σελάχι κι’ απάνου στ’ άρματα μοιάζοντας με τα ζαρκάδια που τα ημέρωναν οι παλιοί Αρματωλοί και τα σέρνανε μαρτίνια στολισμένα με πολλά παφίλια '' - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑ’Ι’ΣΚΑΚΗΣ

«Μεγάθυμοι» και «Μενεχάρμαι» - ΌΜΗΡΟΣ