Όρμπος:ερείπια, μαυρίλα, ερήμωση (στα μεσολογγίτικα)
Kατέχω το, δε νογάς. Κάλλιο έτσι. Σα νόγαγες, κουβέντα δε θα ‘βγαινε απ’ το στόμα μου. Άραγε θυμάσαι; T ί θυμάσαι;Θυμάσαι το μπουλούκι, την κραυγή Πίσωωωω, Πίσω ωρέ, τρυπάει μου τα σωθικά και τώρα, Πίσωωωωω, σ’ άρπαξα κι έσπρωξα πα στον πατέρα σου που τραβούσε ομπρός, Νώνταααα Πίσω , έκραξα, κείνος ροβολούσε όλος στα χνάρια του Μακρή
, σκιάχτηκα, τηράω, ο Δεσπότης με τις γυναίκες γυρνάνε πίσω, Πού πάτ’ ωρέ φώναξα, Πίσω δεν ακούς, όρμηξα μπροστά κατά τον πατέρα σου, ξεμάκραινε, τόνε τραβούσε ο πόλεμος. Με τράβηξ’ απ’ το χέρι η Αλτάνη τ’ Ασημάκη και μπήκα στο μπουλούκι τους, σαν ένας άθρωπος με τον Δεσπότη ομπρός, γυρίσαμε κατά την πόλη, δεν έβλεπα μπρός μου,πάει το Μισολόγγι, μόνο καπνός, λάμψη κι αστροπελέκι, ξέφυγα με την Αλτάνη και τη Φώταινα του Σαλτού και τρέχαμε κατά τη Λίμνη, ένας Αγαρηνός πρόκαμε τη Φώταινα, ακούω τη κραυγή, σ’ εσφιξα κι άλλο απάνω μου, απ’ τα μαλλιά σε τραβούσα σιμά μου, συ να μην κρένεις ντιπ, χώθηκα με την Αλτάνη πίσω απ’ τα Καψαλέικα, φωτιά στον ουρανό, το’ χε τινάξει ο γερο-Καψάλης κείνη την ώρα, η Αλτάνη βόγγαγε του σκοτωμού, είχε βαρέσει στο ποδάρι, πώς να την έπαιρνα, δε βαστούσα, την έσερνα με τ’ αλλο το χέρι, περάσαμε τα Καψαλέικα και βαλθήκαμε για κάτω, μες στον καπνό κρυμμένες, Ώχουυυυυυ, να σκληρίζει η Αλτάνη, σκοντάφτω απά σε δυο πτώματα, κόντεψε να μου φύγεις απ’ το χέρι, κείνη η μαύρη να σκούζει του Θεού κι εγώ να μη βαστώ , έπεσε πίσω, μ’ αφησε το χέρι και την άφησα καμάρι μου, την άφησα κει χάμω, σε τράβηξα κι έτρεχα με τη ψυχή στο στόμα, το ντουφεκίδι να κελαηδάει σαν το δαίμονα απά το κεφάλι μου, ο μπαρμπα-Θανάσης ντουφεκάει είπα σαν την τρελλή, ο μπαρμπα-Θανάσης που τον είχανε στήσει με το ντουφέκι στο χέρι στ’ απάνω παράθυρο, δε βάσταγε να βγει όξω, ο μπαρμπα-Θανάσης που έκραξε το Ώρα σας Καλή σα βγαίναμε, Ώρα Καλή και λόγου σου, ο Θεός να μας ανταμώσει στον άλλο κόσμο, έκανα να ουρλιάξω Μπαρμπα- Θανάσηηηηη, φωνή δε βγήκε απ’ το στόμα μου, δεν επρόκαμα, έφαγα τη μαχαιριά κατάστηθη κι έπεσα χάμω, συ χωμένο στα φουστάνια μου, δε σε γνώρισαν καλότυχο, γλύστρησα χάμω κι έπεσα πάνω σου, σε πλάκωσα, κει μας αφήσανε , συ ζούσες, σάλευες κάτω μου, σειότανε πέρα δώθε το κορμί μου απ’ τα δόντια σου που χτυπιόσαντε, ο κόρφος μου μια πληγή, αίμα, αίμα καυτό να τινάζεται σα τη πηγή, δεν ήτανε το δικό μου, το μωρό ήτανε, το μωρό που το΄ χα μπουμπουλωμένο στον κόρφο μου και το πέρασε η μαχαιριά, σφάδαξε λίγο, το’νιωσα κι απέ λούφαξε, πέθανε κείνο, έζησα γω και συ καλότυχο, σαν επέρασε η πρώτη ζάλη σκώθηκα του σκοτωμού και συρθήκαμε κατά τη Λίμνη, το κουφαράκι του το πέταξα στο πηγάδι του Γκαβού, κει κάτω πήγε το παλλικαράκι μου, συ έζησες καλότυχο. Κάλλιο που δε νογάς. Σα νόγαγες δε θα ζούσες. Γιατί, γώ ζω;
Όρμπος: ερείπια, μαυρίλα, ερήμωση(στα μεσολογγίτικα)
Αθανασία Μαυρομμάτη