Η απόφαση

‘’...Bλέποντες τόν εαυτόν μας, τό στράτευμα καί τούς πολίτας, εν γένει μικρούς καί μεγάλους παρ ελπίδα εστερημένους από όλα τά κατεπείγοντα αναγκαία τής ζωής πρό 40 ημέρας καί ότι επληρώσαμεν τά χρέη μας ως πιστοί στρατιώται τής πατρίδος εις στενήν πολιορκίαν ταύτην καί ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τούς δρόμους όλοι.. Θεωρούντες εκ τού άλλου ότι μάς εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας καί προμηθείας τόσον από τήν θάλασσαν καθώς καί από τήν ξηράν, ώστε νά δυνηθώμεν νά βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί τού εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: H έξοδος μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Aπριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Bαϊων, κατά τό εξής σχέδιον, ή ελθη ή δέν έλθη βοήθεια...

Eν Mισολογγίω 10 Aπριλίου 1826.‘’

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

ΑΚΟΥΣΕ ΛΟΙΠΟΝ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΣΟΥ... TΑΥΤΑ ΕΙΠΕ ΤΟΝ ΕΝΗΓΚΑΛΙΣΘΗ & ΤΟΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΕ...

 

Είπε ο Καψάλης στον υιό του:

‘’ - Μην κλαίε υιέ μου, μάλλον χαίρε διότι απέθανεν η μητήρ σου και δεν έπαθε τα δεινά της  τούρκικης αιχμαλωσίας, άκουσε  λοιπόν τους τελευταίους λόγους του πατρός σου. Διέξελθε μετά των λοιπών την εσπέραν ταύτην, προσπάθησε να σωθής και μη φροντίσεις περί έμου, εγώ είμαι ασθενής και προβεβηκώς, ουδεμίαν ελπίδα έχω συνδιεξερχόμενος να σωθώ και προτιμώ να αποθάνω εντός της πόλεως ή να αιχμαλωτισθώ επί της διεξούδου. ΄΄

Ταύτα είπε, τον ενηγκαλίσθη και τον αποχαιρέτησε, ο μεν υιός απεχωρίσθη του πατρός του κλαίων και διέλθων εσώθη, ο δε πατήρ, στηριζόμενος επί της βακτηρίας του, περιήλθε τας οδούς καλών ασθενείς και γέροντας να τον συνακολουθήσουν, πολλοί υπήκουσαν και συνέλθοντες εκλήσθησαν και ψάλλοντες οι μεν εξοδίους οι δε πατριωτικούς ύμνους προσγήνεγκαν εαυτούς ολοκάυτωμα επί τη εισβολή των εχθρών.

ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, ΤΟΜΟΣ Γ’  σ. 342 - 3

Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Νώνταααα Πίσω , έκραξα, κείνος ροβολούσε όλος στα χνάρια του Μακρή

 

Όρμπος:ερείπια, μαυρίλα, ερήμωση (στα μεσολογγίτικα)

Kατέχω το, δε νογάς. Κάλλιο έτσι. Σα νόγαγες, κουβέντα δε θα ‘βγαινε απ’ το στόμα μου. Άραγε θυμάσαι; T ί θυμάσαι;Θυμάσαι το μπουλούκι, την κραυγή Πίσωωωω, Πίσω ωρέ, τρυπάει μου τα σωθικά και τώρα, Πίσωωωωω, σ’ άρπαξα κι έσπρωξα πα στον πατέρα σου που τραβούσε ομπρός, Νώνταααα Πίσω , έκραξα, κείνος ροβολούσε όλος στα χνάρια του Μακρή

, σκιάχτηκα, τηράω, ο Δεσπότης με τις γυναίκες γυρνάνε πίσω, Πού πάτ’ ωρέ φώναξα, Πίσω δεν ακούς, όρμηξα μπροστά κατά τον πατέρα σου, ξεμάκραινε, τόνε τραβούσε ο πόλεμος. Με τράβηξ’ απ’ το χέρι η Αλτάνη τ’ Ασημάκη και μπήκα στο μπουλούκι τους, σαν ένας άθρωπος με τον Δεσπότη ομπρός, γυρίσαμε κατά την πόλη, δεν έβλεπα μπρός μου,πάει το Μισολόγγι, μόνο καπνός, λάμψη κι αστροπελέκι, ξέφυγα με την Αλτάνη και τη Φώταινα του Σαλτού και τρέχαμε κατά τη Λίμνη, ένας Αγαρηνός πρόκαμε τη Φώταινα, ακούω τη κραυγή, σ’ εσφιξα κι άλλο απάνω μου, απ’ τα μαλλιά σε τραβούσα σιμά μου, συ να μην κρένεις ντιπ, χώθηκα με την Αλτάνη πίσω απ’ τα Καψαλέικα, φωτιά στον ουρανό, το’ χε τινάξει ο γερο-Καψάλης κείνη την ώρα, η Αλτάνη βόγγαγε του σκοτωμού, είχε βαρέσει στο ποδάρι, πώς να την έπαιρνα, δε βαστούσα, την έσερνα με τ’ αλλο το χέρι, περάσαμε τα Καψαλέικα και βαλθήκαμε για κάτω, μες στον καπνό κρυμμένες, Ώχουυυυυυ, να σκληρίζει η Αλτάνη, σκοντάφτω απά σε δυο πτώματα, κόντεψε να μου φύγεις απ’ το χέρι, κείνη η μαύρη να σκούζει του Θεού κι εγώ να μη βαστώ , έπεσε πίσω, μ’ αφησε το χέρι και την άφησα καμάρι μου, την άφησα κει χάμω, σε τράβηξα κι έτρεχα με τη ψυχή στο στόμα, το ντουφεκίδι να κελαηδάει σαν το δαίμονα απά το κεφάλι μου, ο μπαρμπα-Θανάσης ντουφεκάει είπα σαν την τρελλή, ο μπαρμπα-Θανάσης που τον είχανε στήσει με το ντουφέκι στο χέρι στ’ απάνω παράθυρο, δε βάσταγε να βγει όξω, ο μπαρμπα-Θανάσης που έκραξε το Ώρα σας Καλή σα βγαίναμε, Ώρα Καλή και λόγου σου, ο Θεός να μας ανταμώσει στον άλλο κόσμο, έκανα να ουρλιάξω Μπαρμπα- Θανάσηηηηη, φωνή δε βγήκε απ’ το στόμα μου, δεν επρόκαμα, έφαγα τη μαχαιριά κατάστηθη κι έπεσα χάμω, συ χωμένο στα φουστάνια μου, δε σε γνώρισαν καλότυχο, γλύστρησα χάμω κι έπεσα πάνω σου, σε πλάκωσα, κει μας αφήσανε , συ ζούσες, σάλευες κάτω μου, σειότανε πέρα δώθε το κορμί μου απ’ τα δόντια σου που χτυπιόσαντε, ο κόρφος μου μια πληγή, αίμα, αίμα καυτό να τινάζεται σα τη πηγή, δεν ήτανε το δικό μου, το μωρό ήτανε, το μωρό που το΄ χα μπουμπουλωμένο στον κόρφο μου και το πέρασε η μαχαιριά, σφάδαξε λίγο, το’νιωσα κι απέ λούφαξε, πέθανε κείνο, έζησα γω και συ καλότυχο, σαν επέρασε η πρώτη ζάλη σκώθηκα του σκοτωμού και συρθήκαμε κατά τη Λίμνη, το κουφαράκι του το πέταξα στο πηγάδι του Γκαβού, κει κάτω πήγε το παλλικαράκι μου, συ έζησες καλότυχο. Κάλλιο που δε νογάς. Σα νόγαγες δε θα ζούσες. Γιατί, γώ ζω;

Όρμπος: ερείπια, μαυρίλα, ερήμωση(στα μεσολογγίτικα)

Αθανασία Μαυρομμάτη

‘’ Οι δε Μεσολογγίται εις όλον το διάστημα της πολιορκίας έδωκαν άπειρα δείγματα της καρτερίας και γενναιοψυχίας των , διότι ήταν εκ των πρώτων, όπου να ριψοκινδυνεύουν , οι πρώτοι εις τας μάχας και όπου ηρίστευον ελάμβαναν μόνοι σχεδόν και πάντοντε μέρος εις τας εξόδους , αφήνοντες κατά ταύτας τους πλειότερους νεκρούς και επέστρεφαν με τους περισσότερους τραυματίας. Εφύλαττον δε πάντοτε τας πλέον επικινδύνους θέσεις και ως πυροβολισταί εις τα κανονοστάσια και με τα τουφέκια εστέκοντο εις τας επάλξεις ’’ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ

'' Ζαρκαδοπαφίλια έλεγε τους Βαλτινούς γιατί φορούσανε πολλά και πλούσια αργυροχρυσωμένα στολίδια (χα’ι’μαλία , τσαπράζια , γατζούδια και τοκάδες) στα στήθια , στα ποδάρια , στο σελάχι κι’ απάνου στ’ άρματα μοιάζοντας με τα ζαρκάδια που τα ημέρωναν οι παλιοί Αρματωλοί και τα σέρνανε μαρτίνια στολισμένα με πολλά παφίλια '' - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑ’Ι’ΣΚΑΚΗΣ

«Μεγάθυμοι» και «Μενεχάρμαι» - ΌΜΗΡΟΣ