“Αρχαία συνήθεια επεκράτησε να τελήται κατ’ έτος την Δευτέρα της Πεντηκοστής πανήγυρις εις την Μονήν του Αγίου Συμεώνος , εις ην αφ’ εσπέρα μεταβαίνουσιν οι πανηγυρίζοντες , ως και την πρωίαν.
Επίσης δε αρχαία συνήθεια καθιέρωσε την αρχήν του να μεταβαίνωσιν οι πλείστοι ένοπλοι και μέγιστη προσπάθεια να καταβάλληται εκ μέρους των νέων, τις να φέρη την λαμπρότεραν πανοπλίαν. Εκεί δε μεταβαίνοντες καταλαμβάνουσι τα διάφορα εν κοιλάδι δένδρα, υπό την σκιάν των οποίων ετοιμάζουσι και τας εκ φύλλων στρωμνάς. Εγειρόμενοι δε λίαν πρωί παρευρίσκονται μετά θρησκευτικής κατανύξεως εις την θείαν λειτουργίαν, μετά το πέρας της οποίας τίθενται εις τας ετοιμασθείσας πυράς οι κριοί και ετοιμάζεται το γεύμα, όπερ διαρκεί μέχρι της 4ης μ.μ. και εις ο ευθυμουσι πάντες εν μεγίστη τάξη και ησυχία , κατόπιν δε εις τι ωρισμένον μέρος τίθεται εις απόστασιν 200 βημάτων πλάτη κριού και άρχεται η σκοποβολή , εις ην φιλοτιμείται τις να ευστοχήση και προσελκύση τας επευφημίας των συμπανηγυριζόντων .
Μετά το πέρας της σκοποβολής οι πανηγυρισταί τελούσι διαφόρους αγώνας εις το πήδημα , τον δίσκον κλπ. , κατά δε την 5ην μ.μ. ώραν αναχωρούσι, προπορευομένων των ιππέων και ακολουθούντων κατά φάλαγγα των οπλιτών , ων προπορεύται ο ιερεύς και η σημαία , ην την περιστοιχουσι πάντες.
Ούτω λοιπόν πορευόμενοι θεωνται από μακρόθεν εισερχόμενοι εις την ευθείαν προς την πόλιν διηκούσαν του Αγίου Αθανασίου οδόν και φθάνοντες εις τα ερείπια του Ναού , όπου άσημος κείται ο Στρατηγός των Αιτωλών Μακρής, περιστοιχούσι τον τάφο αυτού και αθρόως κενουσι τα όπλα των, εκείθε δεν αναμιμνησκόμενοι την ηρωικήν Έξοδο των πατέρων των πυκνουσι την φάλαγγα και αρχίζουσι τον πυροβολισμόν αφ’ όλα αυτής τα μέρη , ως έπραξαν και οι πατέρες των, εξερχόμενοι της πολιορκίας και προσβληθέντες υπό του ιππικού των Μαμελούκων. Τούτο διαρκεί μόλις πέντε λεπτά της ώρα.
Είναι τω οντι θέαμα ενθουσιων και δειλοτέραν καρδίαν, βλέπουσαν τους υιούς της Ρούμελης φέροντας την ηρωικήν της φουστανέλλας στολήν και την διαλαμπουσαν αργυρά πανοπλίαν και εκμιμουμένους σκηνής της γραφικής εξόδου. Πλησιάζοντες δε το φρούριον φέρουσιν επ΄ ώμων τα όπλα και ουτως εισερχόμενοι διαλύονται.
Την δε πρωίαν της ακολούθου ημέρας , ήτοι της εν Κλεισόβη τελούμενης πανηγύρεως εν τω Ναώ της Αγίας Τριάδος, στόλος από πλοιάρια εκεί κάτω αναφαίνεται , εστολισμένος από τας Ελληνικάς σημαίας, και το νησίδιον της Κλεισόβης, εν ω άλλοτε ηκούοντο τα πυρσοκροτήματα των τηλεβόλων και μολυβδοβόλων και αι φωναί και οι αλαλαγμοί των ηρωομάχων πολεμιστών. Τώρα μόνον ακούονται οι κρότοι των τυμπάνων , οι ήχοι των ζουρνάδων και αι φωναί των πανηγυριστών.’’