Και τώρα , που είναι του Μεσολογγιού η φωτιά η μεγαλωμένη και που η βροντή ; Αφού έτρεξε γοργό το δρόμο της και σκόρπισε το χαλασμό , χαλάστηκε κι' η ίδια . Κι' απόμεινε μιας σπιθαμής μαύρη καπνιά στρωμένη , δυο ζευγαριών καψαλισμένος τόπος , εκεί που πρώτα πυκνό ρουμάνι από δεντρόκορμη παλληκαριά , δρυμός παρθένος απ'τη μοίρα της Ελλάδας φυτρωμένος , έδειχνε της ομορφιάς τον πιο αγνό ανθό , τα πιο ακριβά του κόσμου δώρα , την ιδέα , την πίστη , την αγάπη
.
Της φρουράς τ' απομεινάρια ακολουθάνε την ανηφοριά , του δρόμου το κυμάτισμα , σα συμπεθερικό βουβό , ξένο απ'τη χαρά του γάμου . Της φωτιάς τ' αποκαϊδια , άντρες και γυναίκες λιγοστές , πεντ' έξι , ντυμένες τ' αντρικά τους , σκυφτά κορμιά μισόγυμνα , στήθια στυμμένα , αρμοί και κατακλείδια αχνά ξεπεταγμένα , μάτια βαθουλά , δεν κοιτάζουν την κατάντια τους , δεν μιλάνε και δεν νοιάζονται τη συντροφιά τους γύρω , άχαρη συντροφιά σε γάμο καλεσμένη , που δε στάθηκε ποτέ . Κούφια κουφάρια από την πείνα χορτασμένα , γονατισμένα από τη συφορά ,πάνε στο δρόμο τους συρτά μεθυσμένα , και δεν ξέρουν ούτε τ' ανοιξιάτικο ξεφάντωμα ,που χύνεται τριγύρω , ίσως για χαρά δική τους , ούτε την απίστευτή τους λευτεριά , που ξαναβρήκανε μονάχοι αυτοί , κι' όχι άλλοι , τίποτε δεν βάνουνε στο νου .
Τ' άγιο ψωμάκι μοναχά παρακαλάνε κάπου λίγο να βρεθεί . Δε νοιώθουν πια ούτε αν υπάρχει και χαρά , ούτε και κόσμος αν υπάρχει . Μονάχα το ψωμί .. Κανένας τους δεν θέλει πίσω αγναντεύσει τι δρόμο άφησε , τι δρόμο πήρε . Το ξέρουν , είναι κααταπόδι τους ο οχτρός , Τούρκος είναι κι' ο Χάρος . Όμως αν χτυπάει αυτός , χέρια δεν έχουνε , μήτε άρματα ν'αποκριθούν . Αλύπητος ο οχτρός , το ξέρουν κι ας χτυπάει .
Μοιάζουνε σα να'χασαν το δρόμο τους , του δρόμου το σκοπό , κάτι χειρότερο , σαν αποξενωμένοι μοιάζουν απ' της ζωής το σύνορο , σε σκοτεινή ερημιά ριγμένοι , που τη διαγουμάνησαν αθώρητα θεριά . Στο δρόμο , έρημα , αρπαγμένα και χαμένα τα χωριά , τα σπίτια ολάνοιχτα σαν άδειοι τάφοι , χωρίς τον ίσκιο ζωντανής ψυχής , χωρίς ακόμα και τ' ορνιθολάλημα , και του σκυλιού το γαυγητό . Έτσι δέχονται το ξένο συμπεθερικό , και τ' αγναντεύουν που περνάει . Οι χωριανοί , όσοι ξαναμείναν , πιάσαν τα βουνά , αιώνια καταφύγια , να γλυτώσουν . Και δεν είναι τώρα πουθενά ένα χέρι σπλαχνικό να δώσει το ψωμάκι , την αρρώστεια και τη λιγοψυχιά να λεημονηθεί .
Ένας - ένας ,όσοι ακούν τη σπίθα τη στερνή να τρεμοσβήνει στην καρδιά , μένουν πίσω και ξαπλώνονται στις ξώπορτες που χορταριάσανε , στα παραγώνια που για χρόνια τη φωτιά τους χάσανε , κι' εκεί , κατάχαμα , γυρεύουνε και βρίσκουν την ανάπαψη . Κι' οι άλλοι παν . Και πιό πολλοί είναι που απομένουν πίσω , στα μονοπάτια τα τραχιά , παρά οι ζωντανοί που προχωράν . Έτσι , όσο πάει λιγοστεύει το λιγόζωο συμπεθερικό . Της Έξοδος τ' αντίβροντο γέμισε των βουνών τα κάρκαρα , λιάκουρες και κλεισούρες αντιβουίσαν , κι' οι κρυμμένοι χωριανοί βγήκανε τέλος από τους κρυψώνες τους και τρέξαν από πίσω στο συμπεθερικό , σα διψασμένα αγρίμια , να ρωτήσουν και να μάθουν . Τους προφτάσανε πολλοί στο Λιδωρίκι . Εκεί , μπρος στ' αχνισμένα λείψανα , που δείχνουν της ζωής τη φλόγα μεσ΄τα μάτια τους να θαμποσβήνει σα μακρυσμένο απόβραδο , οι χωριανοί λησμονήσαν και το ρώτημα και το άκουσμα .
Άλλοι λειψό ψωμί ζυμώσαν , άλλοι ψήσαν αρνάκι τρυφερό , άλλοι ξετρυπώσαν τ' αντιψύχι του παλιού κρασιού και στρώσαν το τραπέζι , όλο δαφνόμυρτα , και μοίρασαν το φαί , λίγο από..λίγο , κι' ενώ τους βλέπουνε να τρώνε , μένουν αυτοί γονατιστοί και κλαίνε .
Δες όμως και τι θάμα ήταν αυτό . Όχι σαν ηλιοβασίλεμα που φεύγει , μα σαν κοντινή ανατολή η ζωή γυρίζει στη ματιά τους .Το χαμόγελό τους μοιάζει με του Αυγερινού το πρωτοχάραμα , και ξαφνικά λάμπει στο μέτωπό τους τ' άγιο αστέρι το λαμπρό . Είναι του Μεσολογγιού η θύμηση η γλυκειά που ξαναγύρισε κι' έφεξε γύρω . Σηκώνονται απ' το τραπέζι το΄λιτό . Άντρες - γυναίκες σιάζουν τ' αχτένιστα μαλλιά , σφίγγουν τη μέση , χεροπιάνονται όλοι νιάτα , από θείο πιοτό γεμάτη την καρδιά .
Ένας σουλιώτης , που' κρυβε στα στήθια τη σημαία του Μεσολογγιού , την ξετυλίγει , την κρεμάει απ' ένα κλάδο . Δεν είναι πια σημαία του πολέμου αυτή , φλάμπουρο είναι γάμου , και κάνει τη χαρά του το λυπημένο συμπεθερικό , και παίρνει τη λαχτάρα της ζωής για νύφη , νύφη μια και μόνη .
Ο λόγος ο στοματικός , που φύλαξε του θείου αυτού χορού το θάμα , λησμόνησε για το τραγούδι να μας πει , που είπαν οι χορευτάδες . Μα θα'πρεπε τέτοιο τραγούδι στόμα ανθρώπου να μη το ξανατραγουδήσει . Θα ' πρεπε μονάχα σ' άγιο βήμα , που δεν τό'χτισε χέρι ανθρώπινο , εκεί που προσκυνιέται κι΄ο ήχος του να μοιράζεται σαν από δισκοπότηρο, με τη σταλαματιά , σα γάργαρο νερό μαργαριτάρι σε φρυγμένα στόματα ."
Γιάννης Βλαχογιάννης