Δοκίμιον Ιστορικόν περί της
Ελληνικής Επαναστάσεως Δ’ , Σελ. 100
ΔΕ ΘΕΛΗΣΕ ΝΑ ΚΆΜΗ ΑΛΛΗ ΣΤΟΛΗ ΜΑ ΦΟΡΟΥΣΕ ΤΟΝ
ΝΤΟΥΛΑΜΑ ΜΕ ΤΑ ΣΕΙΡΗΤΙΑ
Η Αντιβασιλεία
από τα 1833 στους στρατιωτικούς και πολιτικούς ‘’αξιωματούχους’’ (υπαλλήλους) ώρισε
επίσημη στολή. Από τους παλιούς Αγωνιστές διοριστήκανε οχτώ νομοεπιθεωρητές, με
λιγοστα καθήκοντα, όμως με στολή ‘’φρουραρχικών
επιτελών’’ όλο χρυσά κορδόνια, και λάβανε διαταγή γλήγορα να ντυθούν την καινούργια τους φορεσιά
και να παρουσιαστούν στον Υπουργό.
Πάνε
στον Υπουργό οι έξι νομοεπιθεωριτές λαμπροφορεμένοι, μα οι δύο απ΄αυτούς, ο
Καν. Δεληγιάννης κι’ Νικηταράς με την απλή τους φουστανέλλα. Νέα διαταγή του
Λεζουιρου Υπουργού και νέα προθεσμία να γίνουν οι στολές ειδεμή θα πληρώνουνε
δρ. 50 την ημέρ ποινή.
‘’
– Έτσι αναγκαστήκαμε (διηγώταν ο Δεληγιάννης) και παίζαμε την αρκούδα ( το γνωστό μασκάρεμα της αποκριάς)
Και
των υπαλλήλων των διοικητικών οι στολές ήτανε βαρείες και χρυσοστόλιστες,(πείο
πολύ των Νομαρχών). Ένας μάλιστα Βαυαρός υπάλληλος του υποργείου ανάλαβε να της
παραγγείλη στην Γερμανία 2 χιλ. δρ την καθεμιά Όμως ο νομάρχης Εύβοιας Γεώργιος Αινιάν πέτυχε
την φτηνότερη τιμή στο Παρίσι δρ. 1200
και καλύτερη στολή, μα να και φτάνει κ ‘η
άλλη ή μπαβαρέζικη, και τι να κάμει, τη δέχτηκε κι’ αυτή ο Νομάρχης, Ρουμελιώτης
και φουστανελλάς.
Σε
δύο χρόνια ατόνησε της στολής η διαταγή και τότε κάθεται ο Αινιάνας και κόβει
της στολές και φτειάνει ένα μακρύ ντουλάμα με τα χρυσά σειρήτια του Νομάρχη απάνω.
Κι’ άμα γίνηκε Συμβούλος της Επικρατείας δε θέλησε να κάμη άλλη στολή, μα φορούσε
το ντουλαμά με τα σειρήτια.
Δ. Γ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ
-Πως
θα γυρίης μαύρε στου χουριό, - Πλερώνς εσύ τα ξουρισ’ κά, - Βάν’ς κι τα βιουλία
μαζί;
Όταν ήρθε ο Καποδίστριας,
αποφάσισε κι’ ο γέρο- Πανουργίας, ο κλεφταρματωλός των Σαλώνων, να κατεβή από
του Παρνασού τα κάρκαρα και να πάη να παρουσιαστή στον Κυβερνήτη.
Έφτασε λοιπόν στην Αίγινα,
μα με την πρώτη ματία που’ ριξε γύρω
του, δεν του χαμαρέσανε τα πράματα. Έιδε κοντά στον Κυβερνήτη κάτι
φραγκοντυμένους, που δεν τους φτάνανε τα φράγκικα φορέματα, μα είχανε ξουρίσει
και τα γένεια και μουστάκια, και ήταν έτσι σας ξεροκολόκυθα γυαλιστερά τα
μούτρα τους.
-Τί μ’ σούδες(μούρες) είν’ αυτές; (είπε ο Πανουργιάς) στο γέρο
– Δυοβουνιώτη, που είχε έρθει και αυτός συντροφιά του στην Αίγινα.
-Δεν τ’ βλεπς; τσ’ ήφερε ου Κυβερνητς να μας φουτίσουν.
-Γι’ αυτό είν’ έτσ’ τα μούτρα τ’ς; Γένούντ έτσ’ πλείο
διαβασμένοι, μαθές; Τότε θέλω κ’ εγώ να τα ξουρίσω να γίνου σουφός κ΄ εγώ….
-Και δεν τα ξουρίζεις; Έδώ παρακάτ’ είν ου χαμζάς (κουρέας). Μα
δε κουτάς. Πώς θα γυρίης, μαύρε στου χουριό;
-Πλερώνς εσύ τα ξουρισ’ κά;
-Πλερώνου... μας δε θ’ αποκουτι’ ης πράμα....
-Βάν’ς κια τα βιουλία μαζί;
-Τι τα θέλ’ς τα βιουλιά;
-Έτσ’, θέλου να γίνη το πράμα πανηγύρ’
-Άς είναι έτσ’
Ο Δυοβουνιώτης ακόμα δεν είχε
καταλάβει καλά τι λογής ξύρισμα ήθελα ο γέρος-σύντροφος του. Ξέχασε τα παλιά
του καμώματα. Άνθρωπος του δρυμού, ‘’κλαρίτης’’, ήξερε να λέη πράματα και να τα
κάνη πέρα και πέρα ξέσκεπα.
Μπαίνουνε στον κουρέα, και
να, έρχονται τα βιολιά, κι αρχίζουν το παιχνίδι, κ’ ετοιμάζει ο κουρέας τα ξουράφια
του. Κάνει όμως να βάλη χέρι στου γέρο -
Στρατηγού τα μούτρα, κι αυτός ,
-Τράβα του χέρ σ’ απού κεί! (του λέει)
Πετάει πέρα την φουστανέλλα
και μένει όπως τον έκαμε η μαννούλα του από τη μέση και κάτου... Και αρχίζει ο
κουρέας , θέλοντας μη θέλοντας, και του τα ξυρίζει....
Και παίζουν τα βιολιά....
Κι’ ο κόσμος όλο και μαζεύεται....
-Αί, τώρα μοιάζ’νε με μούτρα φράγκικα!! (είπε ο γέρος αφού τελιώσε
το ξύρισμα.)
Κι όλα αυτά τάκαμε, για να
σατυρίση τα ξουρισμένα μούτρα και μουστάκια που είχανε κοπιάσει απ΄τη Φραγκιά
να φέρουνε καινούργια φώτα στο Ρωμαί’ι’κο.
Δ.
Γ. Δημητράκη Απομνημονεύματα