Είπε ο Καψάλης στον υιό του:
‘’ - Μην κλαίε υιέ μου, μάλλον χαίρε διότι απέθανεν η μητήρ σου και δεν έπαθε τα δεινά της τούρκικης αιχμαλωσίας, άκουσε λοιπόν τους τελευταίους λόγους του πατρός σου. Διέξελθε μετά των λοιπών την εσπέραν ταύτην, προσπάθησε να σωθής και μη φροντίσεις περί έμου, εγώ είμαι ασθενής και προβεβηκώς, ουδεμίαν ελπίδα έχω συνδιεξερχόμενος να σωθώ και προτιμώ να αποθάνω εντός της πόλεως ή να αιχμαλωτισθώ επί της διεξούδου. ΄΄
Ταύτα είπε, τον ενηγκαλίσθη και τον αποχαιρέτησε, ο μεν υιός απεχωρίσθη του πατρός του κλαίων και διέλθων εσώθη, ο δε πατήρ, στηριζόμενος επί της βακτηρίας του, περιήλθε τας οδούς καλών ασθενείς και γέροντας να τον συνακολουθήσουν, πολλοί υπήκουσαν και συνέλθοντες εκλήσθησαν και ψάλλοντες οι μεν εξοδίους οι δε πατριωτικούς ύμνους προσγήνεγκαν εαυτούς ολοκάυτωμα επί τη εισβολή των εχθρών.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ, ΤΟΜΟΣ Γ’ σ. 342 - 3