Η απόφαση

‘’...Bλέποντες τόν εαυτόν μας, τό στράτευμα καί τούς πολίτας, εν γένει μικρούς καί μεγάλους παρ ελπίδα εστερημένους από όλα τά κατεπείγοντα αναγκαία τής ζωής πρό 40 ημέρας καί ότι επληρώσαμεν τά χρέη μας ως πιστοί στρατιώται τής πατρίδος εις στενήν πολιορκίαν ταύτην καί ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τούς δρόμους όλοι.. Θεωρούντες εκ τού άλλου ότι μάς εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας καί προμηθείας τόσον από τήν θάλασσαν καθώς καί από τήν ξηράν, ώστε νά δυνηθώμεν νά βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί τού εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: H έξοδος μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Aπριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Bαϊων, κατά τό εξής σχέδιον, ή ελθη ή δέν έλθη βοήθεια...

Eν Mισολογγίω 10 Aπριλίου 1826.‘’

Κυριακή 21 Απριλίου 2013

ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΓΙΟΡΤΑΣΑΝ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΓΙΟΡΤΗ. ΑΝΑΨΑΝ ΦΩΤΙΕΣ ΠΑΝΤΟΥ ΚΙ ΕΠΑΙΖΑΝ ΤΑ ΝΤΑΟΥΛΙΑ ΚΙ ΟΙ ΖΟΥΡΝΑΔΕΣ



Ο Χουσείν έκαμε κατά που τον ορμήνεψε. Έφτασε γρήγορα στην Κλείσοβα. Βαρούσε, σκότωνε, παρακινούσε τους Αράπηδες.
-             -Ντροπή, μας ξέκαμουν τουτ’ οι αχαμνοί! Φώναζε.
Τον ακούει ένα παιδί από την Κλέισοβα.
-            - Αχαμνοί ξεαχαμνοί ,εδώ μέσα θα σας θάψομε! Φώναζε. Όλους θα σας ρίξομε στη θάλασσα!
-            -Τι  ‘πες ωρέ ! Φωνάζει κάποιος απ’ το πλάι του Χουσείν.
-            -Τώρα θα δεις ! Λέει το παιδί με την ψιλή φωνή του.
Ο αράπης έπιασε τα γένια του. Λέει ο άλλος στα Ελληνικά.
-            -Τι λές, ωρέ ! Εσένα έβαλαν οι δικοί σου να φυλάς την ντάπια; Σαν τι ‘ναι που θα κάμεις; Πού θα πάς; Από πού θα βγείς;
Κάγχασε κι ο Χουσείν.
-             -Τώρα θα δεις, ξανάπε το παιδί με την ψιλή φωνή του. Εμείς εδώ και τα παιδιά φυλάνε ντάπια και σκοτώνουν από σας!
Και του φυτεύει μια στο κούτελο.
-               -Ντροπή! Πρόφτασε να φωνάξει ο Μπέης και πέφτει κάτω.
Πάει ψόφησε εκειδά ο Χουσείν. Γλιτώσαμε απ’ ένα σκύλο. Οι άλλοι λάκησαν. Κι όπως η νύχτα ήταν αφέγγαρη δεν έβλεπαν κι έριχναν αναμεταξύ τους.
Βαρούσε τούρκος τούρκο , τούρκος αράπη, βγήκαν κι οι Μεσολογγίτες από μέσα και χτυπούσαν στο σωρό. Έγινε μακελειό! Κουβαλήσανε στην πόλη ως τρείς χιλιάδες ντουφέκια και μπαλάσκες οι δικοί μας. Και τότε γιόρτασαν την τελευταία γιορτή.

Μόλις πήρε να περπατάει η νύχτα βγήκαν τα γυναικόπαιδα στους δρόμους, κι οι λαβωμένοι με τα δεκανίκια κι οι γερόντοι σύρθηκαν ως τα παραθύρια.
Άναψαν φωτιές παντού κι έπαιζαν τα νταούλια κι οι ζουρνάδες. Κι απάνω στους τάφους άναψε το γλέντι… Κι ας έριχνε ασταμάτητα ο εχθρός . Και κράτησε το τραγούδι κι ο χορός ως την αυγή.

Ελένη Χωρεάνθη – Μεσολόγγι η πολιτεία του νερού.  Σελ 194 & 195

‘’ Οι δε Μεσολογγίται εις όλον το διάστημα της πολιορκίας έδωκαν άπειρα δείγματα της καρτερίας και γενναιοψυχίας των , διότι ήταν εκ των πρώτων, όπου να ριψοκινδυνεύουν , οι πρώτοι εις τας μάχας και όπου ηρίστευον ελάμβαναν μόνοι σχεδόν και πάντοντε μέρος εις τας εξόδους , αφήνοντες κατά ταύτας τους πλειότερους νεκρούς και επέστρεφαν με τους περισσότερους τραυματίας. Εφύλαττον δε πάντοτε τας πλέον επικινδύνους θέσεις και ως πυροβολισταί εις τα κανονοστάσια και με τα τουφέκια εστέκοντο εις τας επάλξεις ’’ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ

'' Ζαρκαδοπαφίλια έλεγε τους Βαλτινούς γιατί φορούσανε πολλά και πλούσια αργυροχρυσωμένα στολίδια (χα’ι’μαλία , τσαπράζια , γατζούδια και τοκάδες) στα στήθια , στα ποδάρια , στο σελάχι κι’ απάνου στ’ άρματα μοιάζοντας με τα ζαρκάδια που τα ημέρωναν οι παλιοί Αρματωλοί και τα σέρνανε μαρτίνια στολισμένα με πολλά παφίλια '' - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑ’Ι’ΣΚΑΚΗΣ

«Μεγάθυμοι» και «Μενεχάρμαι» - ΌΜΗΡΟΣ