Η απόφαση

‘’...Bλέποντες τόν εαυτόν μας, τό στράτευμα καί τούς πολίτας, εν γένει μικρούς καί μεγάλους παρ ελπίδα εστερημένους από όλα τά κατεπείγοντα αναγκαία τής ζωής πρό 40 ημέρας καί ότι επληρώσαμεν τά χρέη μας ως πιστοί στρατιώται τής πατρίδος εις στενήν πολιορκίαν ταύτην καί ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τούς δρόμους όλοι.. Θεωρούντες εκ τού άλλου ότι μάς εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας καί προμηθείας τόσον από τήν θάλασσαν καθώς καί από τήν ξηράν, ώστε νά δυνηθώμεν νά βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί τού εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: H έξοδος μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Aπριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Bαϊων, κατά τό εξής σχέδιον, ή ελθη ή δέν έλθη βοήθεια...

Eν Mισολογγίω 10 Aπριλίου 1826.‘’

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Παλιά κάλαντα της Πρωτοχρονιάς (Γνωστά στις Δυτ. Επαρχίες)


Αρχιμηνιά κι' αρχιχρονιά κι' αρχή του Γεναρίου
αύριο ξημερώνεται τ' Αγίου Βασιλείου
να τον καλησπερίσομεν αυτό το νιόν αφέντη
πέντε φορές αφέντεψε και πάλι αφέντης είναι
πέντε κρατούν το μαύρο του εννιά το χαλινάρι.
και δέκα τον παρακρατούν αφέντοι καβαλάροι
καβαλικεύει χαίρεται πεζεύνει καμαρώνει
κι' όπου πατήσει ο μαύρος του πηγάδια θεμελιώνει
πηγάδια πετροπήγαδα κι' αυλές μαρμαρωμένες
μέσα σε κείνες τις αυλές τις μαρμαροστρωμένες
σύρμα και σύρμα το λουρί και σύρμα το λογάδι
κι' είς τον άφρον του λογαδιού κοιμάται ο νιός αφέντης
αν τον ξυπνήσω με νερό φοβούμαι μην κρυώσει
κι' αν τον ξυπνήσω με κρασί φοβούμαι μην μεθύσει
φέρετε μήλα δώδεκα, κυδώνια δέκα πέντε
κι' ένα κλαδί βασιλικό ίσως και τον ξυπνήσω.
Είπαμε δα τ' αφέντη μας να πούμε τσή κεράς μας
κερά ψιλή κερά λιγνή κερά καμαροφρύδα
κερά μ' όντέ θα στολιστείς να βάλεις τα καλά οου
τα μάρμαρα ραίζουνε από την ομορφιά σου
κερά μ' οντέ θα στολιστείς να πας στην εκκλλησία
βάζεις τση βάγιες απο μπρός τση βάγιες από πίσω
και του κοράκου το φτερό να μην σου δώσει ήλιος.
κερά την θυγατέρα σου γραμματικός τη θέλει
μ' αν είναι και γραμματικός πολλά προυκιά γυρεύει
γυρεύει μύλους δώδεκα και με τσή μυλωνάδες
γυρεύει αμπέλι ατρύγητα και με τσή τρυγητάδες
γυρεύει ελιές αμάζοχτες και με τσή μαζοχτάδες
γυρεύει και τον ουρανό τ' αστρη και το φεγγάρι
γυρεύει και τη θάλασσα μ' όλα της τα καράβια
γυρεύει και τον κυρ βοριά για να τα τιμονάρει.
Είπαμε δα και τσή κεράς να πούμε και τσή βάγιας
'Αψε βαγίτσα το κερί άψε και το λιχνάρι
να μπαινοβγείς στην κάμαρα να δεις τί θα μας βγάλεις
Γι' απάκια για λουκάνικα γι' αυγά καθαρισμένα
γι' άπο την μαύρην όρνιθα κανένα αυγουλάκι
κι' αν τά κανε κι' ή γαλανή να γίνουν ζευγαράκι
γι' από τον γέρο πίθαρο καμιά σταλιά λαδάκι
γι' από τον γέρο βάρελο καμιά σταλιά κρασάκι
γι' από το σακουλάκι σας κανένα δεκαράκι
Αν είναι με το θέλημα χρυσή μου περιστέρα
ανοίξετε την πόρτα σας να πούμε καλησπέρα


(Ύστερ' άπο το φιλοδώρημα)

Έπα πού καλαντήσαμε καλά μας επληρώσαν καλά να είν' τα έτη τους και τα ποδόματά τους κι' αν έχουν θηλυκό παιδί καλή μοίρα    να λάβει του Βασιλέα τον υιόν άνδρα να τόνε πάρει Πάλι κι' αν είν' αρσενικό στη σέλα  καβαλάρης   να   σιέται να λυγίζεται να πέφτει  το  λογάδι , να  το  μαζεύουν   άρχοντες  να  κάνουν  δακτυλίδια  και τα μικρά αρχοντόπουλα μικρά παραμισίδια.

‘’ Οι δε Μεσολογγίται εις όλον το διάστημα της πολιορκίας έδωκαν άπειρα δείγματα της καρτερίας και γενναιοψυχίας των , διότι ήταν εκ των πρώτων, όπου να ριψοκινδυνεύουν , οι πρώτοι εις τας μάχας και όπου ηρίστευον ελάμβαναν μόνοι σχεδόν και πάντοντε μέρος εις τας εξόδους , αφήνοντες κατά ταύτας τους πλειότερους νεκρούς και επέστρεφαν με τους περισσότερους τραυματίας. Εφύλαττον δε πάντοτε τας πλέον επικινδύνους θέσεις και ως πυροβολισταί εις τα κανονοστάσια και με τα τουφέκια εστέκοντο εις τας επάλξεις ’’ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ

'' Ζαρκαδοπαφίλια έλεγε τους Βαλτινούς γιατί φορούσανε πολλά και πλούσια αργυροχρυσωμένα στολίδια (χα’ι’μαλία , τσαπράζια , γατζούδια και τοκάδες) στα στήθια , στα ποδάρια , στο σελάχι κι’ απάνου στ’ άρματα μοιάζοντας με τα ζαρκάδια που τα ημέρωναν οι παλιοί Αρματωλοί και τα σέρνανε μαρτίνια στολισμένα με πολλά παφίλια '' - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑ’Ι’ΣΚΑΚΗΣ

«Μεγάθυμοι» και «Μενεχάρμαι» - ΌΜΗΡΟΣ