Η απόφαση

‘’...Bλέποντες τόν εαυτόν μας, τό στράτευμα καί τούς πολίτας, εν γένει μικρούς καί μεγάλους παρ ελπίδα εστερημένους από όλα τά κατεπείγοντα αναγκαία τής ζωής πρό 40 ημέρας καί ότι επληρώσαμεν τά χρέη μας ως πιστοί στρατιώται τής πατρίδος εις στενήν πολιορκίαν ταύτην καί ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τούς δρόμους όλοι.. Θεωρούντες εκ τού άλλου ότι μάς εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας καί προμηθείας τόσον από τήν θάλασσαν καθώς καί από τήν ξηράν, ώστε νά δυνηθώμεν νά βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί τού εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: H έξοδος μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Aπριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Bαϊων, κατά τό εξής σχέδιον, ή ελθη ή δέν έλθη βοήθεια...

Eν Mισολογγίω 10 Aπριλίου 1826.‘’

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014

ΟΙ ΕΞΟΔΙΤΕΣ ΣΤΟ ΛΙΔΟΡΙΚΙ - ‘’..Ένας σουλιώτης , που' κρυβε στα στήθια τη σημαία του Μεσολογγιού , την ξετυλίγει , την κρεμάει απ' ένα κλάδο..’’




" Το Μεσολόγγι μένει πίσω πια , στη χαλασιά , στην αλαλιά του . Νους και καρδιά το διώχνουν και το σπρώχνουν μ' αποστροφή της λησμονιάς τα σαραντάβαθα , στ' αβασίλευτα σκοτάδια του χαμού . Φαρμάκι είναι στα χείλη τ' όνομά του . Κι' αυτό αραχνιασμένο , γυρίζει πίσω μ' όλα του τα σάβανα , κι' ορθώνεται στα μάτια σαν ξαναζωντανεμένος νεκρός . Αν τόσα στήθια , για το Μεσολόγγι , κάστρο πυργωθήκανε σκληρότερο απ' τ' ατσάλι , τα στήθια αυτά και τα κορμιά καπνός γενήκανε και στάχτη τώρα , και χαθήκανε στον άνεμο και παν .Το ίδιο , ας ήτανε και μπορετό να' χε χαθεί , ποτέ μην είχε γεννηθεί το Μεσολόγγι το πικρό . Ας του'πεφτε κακιά αστραπή να το'καιγε , πριν απόνα λιμνοχώρι ταπεινό ξεβγεί στον κόσμο και φανεί ψηλότερο απ' τον Όλυμπο , κι' αστράψει και βροντήσει .

Και τώρα , που είναι του Μεσολογγιού η φωτιά η μεγαλωμένη και που η βροντή ; Αφού έτρεξε γοργό το δρόμο της και σκόρπισε το χαλασμό , χαλάστηκε κι' η ίδια . Κι' απόμεινε μιας σπιθαμής μαύρη καπνιά στρωμένη , δυο ζευγαριών καψαλισμένος τόπος , εκεί που πρώτα πυκνό ρουμάνι από δεντρόκορμη παλληκαριά , δρυμός παρθένος απ'τη μοίρα της Ελλάδας φυτρωμένος , έδειχνε της ομορφιάς τον πιο αγνό ανθό , τα πιο ακριβά του κόσμου δώρα , την ιδέα , την πίστη , την αγάπη 
.
Της φρουράς τ' απομεινάρια ακολουθάνε την ανηφοριά , του δρόμου το κυμάτισμα , σα συμπεθερικό βουβό , ξένο απ'τη χαρά του γάμου . Της φωτιάς τ' αποκαϊδια , άντρες και γυναίκες λιγοστές , πεντ' έξι , ντυμένες τ' αντρικά τους , σκυφτά κορμιά μισόγυμνα , στήθια στυμμένα , αρμοί και κατακλείδια αχνά ξεπεταγμένα , μάτια βαθουλά , δεν κοιτάζουν την κατάντια τους , δεν μιλάνε και δεν νοιάζονται τη συντροφιά τους γύρω , άχαρη συντροφιά σε γάμο καλεσμένη , που δε στάθηκε ποτέ . Κούφια κουφάρια από την πείνα χορτασμένα , γονατισμένα από τη συφορά ,πάνε στο δρόμο τους συρτά μεθυσμένα , και δεν ξέρουν ούτε τ' ανοιξιάτικο ξεφάντωμα ,που χύνεται τριγύρω , ίσως για χαρά δική τους , ούτε την απίστευτή τους λευτεριά , που ξαναβρήκανε μονάχοι αυτοί , κι' όχι άλλοι , τίποτε δεν βάνουνε στο νου .

Τ' άγιο ψωμάκι μοναχά παρακαλάνε κάπου λίγο να βρεθεί . Δε νοιώθουν πια ούτε αν υπάρχει και χαρά , ούτε και κόσμος αν υπάρχει . Μονάχα το ψωμί .. Κανένας τους δεν θέλει πίσω αγναντεύσει τι δρόμο άφησε , τι δρόμο πήρε . Το ξέρουν , είναι κααταπόδι τους ο οχτρός , Τούρκος είναι κι' ο Χάρος . Όμως αν χτυπάει αυτός , χέρια δεν έχουνε , μήτε άρματα ν'αποκριθούν . Αλύπητος ο οχτρός , το ξέρουν κι ας χτυπάει .
Μοιάζουνε σα να'χασαν το δρόμο τους , του δρόμου το σκοπό , κάτι χειρότερο , σαν αποξενωμένοι μοιάζουν απ' της ζωής το σύνορο , σε σκοτεινή ερημιά ριγμένοι , που τη διαγουμάνησαν αθώρητα θεριά . Στο δρόμο , έρημα , αρπαγμένα και χαμένα τα χωριά , τα σπίτια ολάνοιχτα σαν άδειοι τάφοι , χωρίς τον ίσκιο ζωντανής ψυχής , χωρίς ακόμα και τ' ορνιθολάλημα , και του σκυλιού το γαυγητό . Έτσι δέχονται το ξένο συμπεθερικό , και τ' αγναντεύουν που περνάει . Οι χωριανοί , όσοι ξαναμείναν , πιάσαν τα βουνά , αιώνια καταφύγια , να γλυτώσουν . Και δεν είναι τώρα πουθενά ένα χέρι σπλαχνικό να δώσει το ψωμάκι , την αρρώστεια και τη λιγοψυχιά να λεημονηθεί .

Ένας - ένας ,όσοι ακούν τη σπίθα τη στερνή να τρεμοσβήνει στην καρδιά , μένουν πίσω και ξαπλώνονται στις ξώπορτες που χορταριάσανε , στα παραγώνια που για χρόνια τη φωτιά τους χάσανε , κι' εκεί , κατάχαμα , γυρεύουνε και βρίσκουν την ανάπαψη . Κι' οι άλλοι παν . Και πιό πολλοί είναι που απομένουν πίσω , στα μονοπάτια τα τραχιά , παρά οι ζωντανοί που προχωράν . Έτσι , όσο πάει λιγοστεύει το λιγόζωο συμπεθερικό . Της Έξοδος τ' αντίβροντο γέμισε των βουνών τα κάρκαρα , λιάκουρες και κλεισούρες αντιβουίσαν , κι' οι κρυμμένοι χωριανοί βγήκανε τέλος από τους κρυψώνες τους και τρέξαν από πίσω στο συμπεθερικό , σα διψασμένα αγρίμια , να ρωτήσουν και να μάθουν . Τους προφτάσανε πολλοί στο Λιδωρίκι . Εκεί , μπρος στ' αχνισμένα λείψανα , που δείχνουν της ζωής τη φλόγα μεσ΄τα μάτια τους να θαμποσβήνει σα μακρυσμένο απόβραδο , οι χωριανοί λησμονήσαν και το ρώτημα και το άκουσμα . 

Άλλοι λειψό ψωμί ζυμώσαν , άλλοι ψήσαν αρνάκι τρυφερό , άλλοι ξετρυπώσαν τ' αντιψύχι του παλιού κρασιού και στρώσαν το τραπέζι , όλο δαφνόμυρτα , και μοίρασαν το φαί , λίγο από..λίγο , κι' ενώ τους βλέπουνε να τρώνε , μένουν αυτοί γονατιστοί και κλαίνε .
Δες όμως και τι θάμα ήταν αυτό . Όχι σαν ηλιοβασίλεμα που φεύγει , μα σαν κοντινή ανατολή η ζωή γυρίζει στη ματιά τους .Το χαμόγελό τους μοιάζει με του Αυγερινού το πρωτοχάραμα , και ξαφνικά λάμπει στο μέτωπό τους τ' άγιο αστέρι το λαμπρό . Είναι του Μεσολογγιού η θύμηση η γλυκειά που ξαναγύρισε κι' έφεξε γύρω . Σηκώνονται απ' το τραπέζι το΄λιτό . Άντρες - γυναίκες σιάζουν τ' αχτένιστα μαλλιά , σφίγγουν τη μέση , χεροπιάνονται όλοι νιάτα , από θείο πιοτό γεμάτη την καρδιά .

Ένας σουλιώτης , που' κρυβε στα στήθια τη σημαία του Μεσολογγιού , την ξετυλίγει , την κρεμάει απ' ένα κλάδο . Δεν είναι πια σημαία του πολέμου αυτή , φλάμπουρο είναι γάμου , και κάνει τη χαρά του το λυπημένο συμπεθερικό , και παίρνει τη λαχτάρα της ζωής για νύφη , νύφη μια και μόνη .

Ο λόγος ο στοματικός , που φύλαξε του θείου αυτού χορού το θάμα , λησμόνησε για το τραγούδι να μας πει , που είπαν οι χορευτάδες . Μα θα'πρεπε τέτοιο τραγούδι στόμα ανθρώπου να μη το ξανατραγουδήσει . Θα ' πρεπε μονάχα σ' άγιο βήμα , που δεν τό'χτισε χέρι ανθρώπινο , εκεί που προσκυνιέται κι΄ο ήχος του να μοιράζεται σαν από δισκοπότηρο, με τη σταλαματιά , σα γάργαρο νερό μαργαριτάρι σε φρυγμένα στόματα ."   

Γιάννης Βλαχογιάννης

‘’ Οι δε Μεσολογγίται εις όλον το διάστημα της πολιορκίας έδωκαν άπειρα δείγματα της καρτερίας και γενναιοψυχίας των , διότι ήταν εκ των πρώτων, όπου να ριψοκινδυνεύουν , οι πρώτοι εις τας μάχας και όπου ηρίστευον ελάμβαναν μόνοι σχεδόν και πάντοντε μέρος εις τας εξόδους , αφήνοντες κατά ταύτας τους πλειότερους νεκρούς και επέστρεφαν με τους περισσότερους τραυματίας. Εφύλαττον δε πάντοτε τας πλέον επικινδύνους θέσεις και ως πυροβολισταί εις τα κανονοστάσια και με τα τουφέκια εστέκοντο εις τας επάλξεις ’’ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ

'' Ζαρκαδοπαφίλια έλεγε τους Βαλτινούς γιατί φορούσανε πολλά και πλούσια αργυροχρυσωμένα στολίδια (χα’ι’μαλία , τσαπράζια , γατζούδια και τοκάδες) στα στήθια , στα ποδάρια , στο σελάχι κι’ απάνου στ’ άρματα μοιάζοντας με τα ζαρκάδια που τα ημέρωναν οι παλιοί Αρματωλοί και τα σέρνανε μαρτίνια στολισμένα με πολλά παφίλια '' - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑ’Ι’ΣΚΑΚΗΣ

«Μεγάθυμοι» και «Μενεχάρμαι» - ΌΜΗΡΟΣ