Η απόφαση

‘’...Bλέποντες τόν εαυτόν μας, τό στράτευμα καί τούς πολίτας, εν γένει μικρούς καί μεγάλους παρ ελπίδα εστερημένους από όλα τά κατεπείγοντα αναγκαία τής ζωής πρό 40 ημέρας καί ότι επληρώσαμεν τά χρέη μας ως πιστοί στρατιώται τής πατρίδος εις στενήν πολιορκίαν ταύτην καί ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τούς δρόμους όλοι.. Θεωρούντες εκ τού άλλου ότι μάς εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας καί προμηθείας τόσον από τήν θάλασσαν καθώς καί από τήν ξηράν, ώστε νά δυνηθώμεν νά βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί τού εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: H έξοδος μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Aπριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Bαϊων, κατά τό εξής σχέδιον, ή ελθη ή δέν έλθη βοήθεια...

Eν Mισολογγίω 10 Aπριλίου 1826.‘’

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Άγνωστες ιστορίες & ανέκδοτα: -Πως θα γυρίης μαύρε στου χουριό, -Πλερώνς εσύ τα ξουρισ’ κά, -Βάν’ς κι τα βιουλία μαζί;





Όταν ήρθε ο Καποδίστριας, αποφάσισε κι’ ο γέρο- Πανουργίας, ο κλεφταρματωλός των Σαλώνων, να κατεβή από του Παρνασού τα κάρκαρα και να πάη να παρουσιαστή στον Κυβερνήτη. 

Έφτασε λοιπόν στην Αίγινα, μα με την πρώτη ματιά  που’ ριξε γύρω του, δεν του χαμαρέσανε τα πράματα. Έιδε κοντά στον Κυβερνήτη κάτι φραγκοντυμένους, που δεν τους φτάνανε τα φράγκικα φορέματα, μα είχανε ξουρίσει και τα γένεια και μουστάκια, και ήταν έτσι σας ξεροκολόκυθα γυαλιστερά τα μούτρα τους.

-Τί μ’ σούδες(μούρες) είν’ αυτές; (είπε ο Πανουργιάς) στο γέρο – Δυοβουνιώτη, που είχε έρθει και αυτός συντροφιά του στην Αίγινα.

-Δεν τ’ βλεπς; τσ’ ήφερε ου Κυβερνητς να μας φουτίσουν.

-Γι’ αυτό είν’ έτσ’ τα μούτρα τ’ς; Γένούντ έτσ’ πλείο διαβασμένοι, μαθές; Τότε θέλω κ’ εγώ να τα ξουρίσω να γίνου σουφός κ΄ εγώ….

-Και δεν τα ξουρίζεις; Έδώ παρακάτ’ είν ου χαμζάς (κουρέας). Μα δε κουτάς. Πώς θα γυρίης, μαύρε στου χουριό;

-Πλερώνς εσύ τα ξουρισ’ κά;

-Πλερώνου... μας δε θ’ αποκουτι’ ης πράμα....

-Βάν’ς κια τα βιουλία μαζί;

-Τι τα θέλ’ς τα βιουλιά;

-Έτσ’, θέλου να γίνη το πράμα πανηγύρ’

-Άς είναι έτσ’

Ο Δυοβουνιώτης ακόμα δεν είχε καταλάβει καλά τι λογής ξύρισμα ήθελα ο γέρος-σύντροφος του. Ξέχασε τα παλιά του καμώματα. Άνθρωπος του δρυμού, ‘’κλαρίτης’’, ήξερε να λέη πράματα και να τα κάνη πέρα και πέρα ξέσκεπα.
Μπαίνουνε στον κουρέα, και να, έρχονται τα βιολιά, κι αρχίζουν το παιχνίδι, κ’ ετοιμάζει ο κουρέας τα ξουράφια του. Κάνει όμως να βάλη χέρι στου γέρο  Στρατηγού τα μούτρα, κι αυτός,

-Τράβα του χέρ σ’ απού κεί! (του λέει)

Πετάει πέρα την φουστανέλλα και μένει όπως τον έκαμε η μαννούλα του από τη μέση και κάτου... Και αρχίζει ο κουρέας , θέλοντας μη θέλοντας, και του τα ξυρίζει....
Και παίζουν τα βιολιά.... Κι’ ο κόσμος όλο και μαζεύεται....

-Αί, τώρα μοιάζ’νε με μούτρα φράγκικα!! (είπε ο γέρος αφού τελιώσε το ξύρισμα.)

Κι όλα αυτά τάκαμε, για να σατυρίση τα ξουρισμένα μούτρα και μουστάκια που είχανε κοπιάσει απ΄τη Φραγκιά να φέρουνε καινούργια φώτα στο Ρωμαί’ι’κο.

Δ. Γ. Δημητράκη Απομνημονεύματα



‘’ Οι δε Μεσολογγίται εις όλον το διάστημα της πολιορκίας έδωκαν άπειρα δείγματα της καρτερίας και γενναιοψυχίας των , διότι ήταν εκ των πρώτων, όπου να ριψοκινδυνεύουν , οι πρώτοι εις τας μάχας και όπου ηρίστευον ελάμβαναν μόνοι σχεδόν και πάντοντε μέρος εις τας εξόδους , αφήνοντες κατά ταύτας τους πλειότερους νεκρούς και επέστρεφαν με τους περισσότερους τραυματίας. Εφύλαττον δε πάντοτε τας πλέον επικινδύνους θέσεις και ως πυροβολισταί εις τα κανονοστάσια και με τα τουφέκια εστέκοντο εις τας επάλξεις ’’ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ

'' Ζαρκαδοπαφίλια έλεγε τους Βαλτινούς γιατί φορούσανε πολλά και πλούσια αργυροχρυσωμένα στολίδια (χα’ι’μαλία , τσαπράζια , γατζούδια και τοκάδες) στα στήθια , στα ποδάρια , στο σελάχι κι’ απάνου στ’ άρματα μοιάζοντας με τα ζαρκάδια που τα ημέρωναν οι παλιοί Αρματωλοί και τα σέρνανε μαρτίνια στολισμένα με πολλά παφίλια '' - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑ’Ι’ΣΚΑΚΗΣ

«Μεγάθυμοι» και «Μενεχάρμαι» - ΌΜΗΡΟΣ