Η απόφαση

‘’...Bλέποντες τόν εαυτόν μας, τό στράτευμα καί τούς πολίτας, εν γένει μικρούς καί μεγάλους παρ ελπίδα εστερημένους από όλα τά κατεπείγοντα αναγκαία τής ζωής πρό 40 ημέρας καί ότι επληρώσαμεν τά χρέη μας ως πιστοί στρατιώται τής πατρίδος εις στενήν πολιορκίαν ταύτην καί ότι, εάν μίαν ημέραν υπομείνωμεν περισσότερον, θέλομεν αποθάνει όρθιοι εις τούς δρόμους όλοι.. Θεωρούντες εκ τού άλλου ότι μάς εξέλιπεν κάθε ελπίς βοηθείας καί προμηθείας τόσον από τήν θάλασσαν καθώς καί από τήν ξηράν, ώστε νά δυνηθώμεν νά βαστάξωμεν, ενώ ευρισκόμεθα νικηταί τού εχθρού, αποφασίσαμεν ομοφώνως: H έξοδος μας νά γίνη βράδυ εις τάς δύο ώρας τής νυκτός 10 Aπριλίου, ημέρα Σάββατον καί ξημερώνοντας τών Bαϊων, κατά τό εξής σχέδιον, ή ελθη ή δέν έλθη βοήθεια...

Eν Mισολογγίω 10 Aπριλίου 1826.‘’

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Ο ΤΣΑΚΑΣ ΤΟ ΠΑΛΗΚΑΡΙ ΤΟΥ ΚΑΡΑ’Ί’ΣΚΟΥ --- Αποτραβήχτηκε στ΄αγαπημένα του βουνά της Δυτικής Ελλάδας, οικονόμησε λίγα παλιόγιδα και από Κλέφτης, άγριος κι αφίλιωτος του τούρκου οχτρός γίνηκε ήμερος τσοπάνης. Έτσι κανένας δεν τον είδε ούτε στ’ Ανάπλι, ούτε στην Αθήνα, ν’ ανεβαίνη σκάλες, να φιλή ποδιές περιθάλψες & αριστεία να γυρεύη.





Ο ΚΑΡΑ’Ί’ΣΚΟΣ(ΚΑΡΑΊ’ΣΚΑΚΗΣ) σκοτώθηκε, κι’ ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΤΣΑΚΑΣ  (από το Μοναστηράκι Αγράφων 1789-1851)  ο δεντρόκορμος δεν είχε πειά καρδία για πόλεμο. Ο ‘Ηρώας, που φρόντισε τα παλικάρια του από την ζωή του, δε ζούσε πειά να τόνε θυμηθή. Τελίωσε ο αγώνας με τους τούρκους κι ο Τσάκας που πενήντα χρόνια τούρκους σκότωνε απ’ όλους λημσονήθηκε. Δεν ήταν απο κείνους του Αγωνιστές που φωνάζανε τα δίκια τους και τα γυρεύανε με το σπαθί τους από το ‘’κουβέρνο’’.

Έτσι κανένας δεν τον είδε ούτε στ’ Ανάπλι, ούτε στην Αθήνα, ν’ ανεβαίνη σκάλες, να φιλή ποδιές περιθάλψες – αριστεία να γυρεύη. Αποτραβήχτηκε στ΄αγαπημένα του βουνά της Δυτικής Ελλάδας, οικονόμησε λίγα παλιόγιδα, και από  Κλέφτης, άγριος κι αφίλιωτος του τούρκου οχτρός γίνηκε ήμερος τσοπάνης, άβλαβος πολύφημος κια μονάχα το παραψηλο τ’ ανάστημα του και η αντριωμένη του κορμοστασιά θα μαρτυρούσαν πως αυτός είναι ο ΤΣΑΚΑΣ Ο ΞΑΚΟΥΣΤΟΣ. Περήφανος, παράπονο ποτέ του δεν ξεστόμησε έβαλε την γιαταγάνα στο θηκάρι, έπηξε στάνη, κ’ έπλεξε καλύβι και στεφανώθηκε μια βλάχα δροσερή σαν του ‘Ασπρου τα νερά.

Κάνανε κάποτε ο Όθωνας και η Αμαλία την περιοδία τους κατά τα κατατόπια εκείναμ κι ο Γαρδικιώτης Γρίβας, ο υπασπιστής, είπε μια μέρα στο Βασιλέα:
-        
  -                  --  Σε λίγο εδώ που θα πάμε, θα σμίξουμε την στάνη του περίφημου Τσάκα.
-                    --Ποιος είναι αυτός ο Τσάκας;

O Γρίβας τον ήξερε από τον καιρό τον αλησμόνητο που πολεμούσε κι’ αυτός με τον μαζί με τον ΚΑΡΑ’Ί’ΣΚΟ, και ζωγράφισε στους Βασιλιάδες το τι ήταν ο Τσάκας. Οι Βασιλιάδες παραξενευτήκανε και στειλάν και καλέσανε τον Τσάκα. Τότε είδανε μπροστά τους ένα γίγαντα ασπρομάλλη, με λογκωμένα στήθη, φρύδια και μαλλιά, σαν παμπάλαιο μονοδέντρι που το τρέφει η μοναξία κ’ ή ανεμοζάλη.

-         --  ΔΙΑΤΊ ΔΕΝ ΕΖΗΤΗΣΑΤΕ ΑΜΟΙΒΗΝ ΔΙΑ ΤΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΣΑΣ;
    (Ρώτησε ο Βασιλέας με τα δασκαλικά του λόγια.)

Ο Τσάκας αποκρίθηκε δυνατόφωνα:
-      --  ΧΑΡΑ ΣΤΑ ΓΟΥΝΙΚΑ ΠΟΥ ΚΑΡΤΕΡΑΝΕ ΝΑ ΔΩΣΟΥΝΕ ΨΟΥΜΙ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ Τ’Σ ΑΜΑ ΣΚΑΣΟΥΝ ΑΠ’ ΤΑ ΚΛΑ’Ί’ΜΑΤΑ!! (αλοίμονο στην πατρίδα που τόσο αργά συλογίστηκε να βοηθήση έναν Αγωνιστή.)

Ο Βασιλέας ξαφνιάστηκε με την απόκριση τούτη την παραστατική  τού-δωσε το Σταυρό του Σωτήρα, μα πήρε και σημειώση να του δώση ‘’ περίθαλψη’’...

Δ. Γ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΑΚΗ, ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

‘’ Οι δε Μεσολογγίται εις όλον το διάστημα της πολιορκίας έδωκαν άπειρα δείγματα της καρτερίας και γενναιοψυχίας των , διότι ήταν εκ των πρώτων, όπου να ριψοκινδυνεύουν , οι πρώτοι εις τας μάχας και όπου ηρίστευον ελάμβαναν μόνοι σχεδόν και πάντοντε μέρος εις τας εξόδους , αφήνοντες κατά ταύτας τους πλειότερους νεκρούς και επέστρεφαν με τους περισσότερους τραυματίας. Εφύλαττον δε πάντοτε τας πλέον επικινδύνους θέσεις και ως πυροβολισταί εις τα κανονοστάσια και με τα τουφέκια εστέκοντο εις τας επάλξεις ’’ ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΣΠΥΡΟΜΗΛΙΟΣ

'' Ζαρκαδοπαφίλια έλεγε τους Βαλτινούς γιατί φορούσανε πολλά και πλούσια αργυροχρυσωμένα στολίδια (χα’ι’μαλία , τσαπράζια , γατζούδια και τοκάδες) στα στήθια , στα ποδάρια , στο σελάχι κι’ απάνου στ’ άρματα μοιάζοντας με τα ζαρκάδια που τα ημέρωναν οι παλιοί Αρματωλοί και τα σέρνανε μαρτίνια στολισμένα με πολλά παφίλια '' - ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑ’Ι’ΣΚΑΚΗΣ

«Μεγάθυμοι» και «Μενεχάρμαι» - ΌΜΗΡΟΣ