‘’- Πάρτε το δικό μου άλογο παιδιά μου, και μη μαλλώνετε ’’, είπε ο Άρχηγός , κ’ ‘εδωσε τ’ άλογο μαζί με της ζωής του την απαντοχή.
Την παραμονή της εξόδου ο χουσμεκιάρης ( ο πιστός του δούλος) , εκεί που όλοι ετοιμάζονταν , έπιασε κρυφά κ’ έσφαξε το σκυλάκι , το μαγείρεψε κ’ έδωσε του αφέντη του να φάη, κ’ έφαγε και αυτός . Ο αφέντης του τονέ ρώτησε μεσ’ τι ήταν αυτό το έυρημα. ‘’- Τυφλοπόντικο, αφέντη τόβρα τυχερά σε μια τρύπα, χωμένο μεσ’ το χώμα. Έτσι θα πάρης λίγη δύναμη πριν ξεκινήσουμε’’
‘’- Αύριο πεθαίνεις κ’ η αφεντιά σου κ’ εγώ, αφέντη μου , μα το σκυλάκι σου θα πούμε πως μας έδωσε αντιψύχι ως τότε (δύναμη) για να πεθάνωμε σαν άντρες, ορθοί στα ποδάρια μας , κι’ όχι να πέσωμε στο δρόμο άψυχοι από την πείνα.